United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υποπτεύων λοιπόν μήπως διά της Γραβιάς υπάγουν εις βοήθειάν των εις Σάλωνα πολιορκουμένων, επετάχυνε την οδοιπορίαν του προς την Γραβιάν διαβαίνων όμως από το μέρος τούτο εβεβαιώθη ότι οι εχθροί δεν επέρασαν εις Σάλωνα. Όταν τέλος έφθασεν εις Βελίτζαν, εβεβαιώθη θετικώς ότι οι εχθροί επήγαν εις Δίστομον, όντες έως τέσσαρες χιλιάδες τον αριθμόν και έχοντες επί κεφαλής τον Ομέρ πασάν.

Καθ' όλην την έκτασιν, την οποίαν σήμερον καλύπτει η πλουσία Ερμούπολις, δεν έβλεπες ή βράχους γυμνούς. Μόνον εκεί όπου σήμερον, επί λιθοστρώτου πλατείας, παιανίζει η μουσική και σύρουν αι κυρίαι τας μεταξωτάς ουράς των, κήποί τινες και ολίγα δένδρα εμαρτύρουν των πτωχών κατοίκων την φιλοπονίαν. Έν εκκλησίδιον δυτικόν και τρεις ή τέσσαρες αποθήκαι διά τους οίνους ήσαν τα μόνα επί της ακτής κτίρια.

«Μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεταιηρώτησεν ο θαυμάζων λαός. «Ερεύνησον και ιδέ!», είπον οι Φαρισαίοι εις τον Νικόδημον, «ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερταιΔεν χρειάζεται πολύς κόπος ούτε εμβριθής τις αναδίφησις των Γραφών, όπως ανακαλύψωμεν ότι οι λόγοι ούτοι προήρχοντο εξ αγνοίας των γεγονότων ή ότι ήσαν ψευδείς· διότι αν μη ο Βαράκ ο ελευθερωτής, και ο κριτής Ελών και η Άννα η προφήτις, εν τούτοις τρεις, αν όχι τέσσαρες εκ των μεγαλειτέρων προφητών, ο Ιωνάς, ο Ηλίας, ο Ωσηέ και ο Ναούμ, εγεννήθησαν ή επροφήτευσαν εν τη περιοχή της Γαλιλαίας.

Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάςΤο πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια.

Όταν περί οψίαν δείλην έφθασε τέλος με την βάρκαν του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμεύς τον οποίον είχε συμφωνήσει ο πραγματευτής, οι τέσσαρες λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι.

Ο Νικολός εκαθάριζε της σαρδέλλες, εγώ έσπαζα τα σφιχτοβρασμένα αυγά, κι' ο Γιαννιός από έν κλειστοπίνακον, το οποίον είχε τυλιγμένον με λευκόν ράκος μέσα στην τσέπην του ναυτικού χιτωνίου του, έβγαλε τρεις ή τέσσαρες πέρκες τηγανητές και πέντε ή έξ κεφτέδες. Μόλις εκάμαμεν τον σταυρόν μας κ' εβάλαμεν δύο ψωμούς στο στόμα, κ' επαρουσιάσθη κάτι ωσάν οπτασία εις τα όμματά μας.

Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ώ αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.

Αι τέσσαρες κυρίαι μετά τούτο επανήλθον και εστάθησαν παρά το Παγκάριον πάλιν, όπου ίσταντο και οι σύζυγοί των. Ο δήμαρχος ελθών συνεννοείτο μετά του εφημερίου περί της τελετής. Ο κυρ-Μανωλάκης νομίζων ότι ήθελον να ρίψωσιν εις τον δίσκον τι, ήρχισε μελωδών ικετευτικώτατα: — Το λάδι της εκκλησίας! Και εις έτη πολλά!

Ο δε καπετάν-Θοδωρής κάτω εις το ρεύμα εκάθητοείχον γευματίσει πλέονσυνομιλών μετά των θυγατέρων του, αίτινες ένεκα του καύσωνος αποβαλούσαι τας λευκάς των μανδήλας και τα φουστάνια, εκρέμασαν αυτά από των πλατάνων κ' ενόμιζες τέσσαρες άλλαι γυναίκες κρέμανται κατά σειράν.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στ’ ανάερα τα πόδια Της Νύχτας της μελαχροινής και της καθάριας Μέρας Τες τέσσαρες τες εποχές, γλυκά χεροπιασμένες, Την Άνοιξη τη δροσερή, των λουλουδιών τη μάννα, Ντυμένη φόρεμα λαμπρό, λουλουδοστολισμένο, Το Καλοκαίρι το χρυσό, το ηλιοφλογισμένο, Το κίτρινο Χινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα, Και τον Χειμώνα τον ψυχρό με τ’ άσπρα του τα γένια, Κι’ ολόγυρα στες εποχές, τες αεροβατούσες, Ηλιολαμπές και συννεφιές, βροχές, χαλάζια, χιόνια, Και μες στα μαύρα σύννεφα φλόγινα αστροπελέκια, Σα φείδια ολοφώτεινα βαθυά να τ’ αυλακόνουν.