United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην· Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι του νέου οπού την κρατεί, εκεί; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δεν την γνωρίζω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες! Μου φαίνεταιτο μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη, ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη! Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι, τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Από τον νουν σου βγάλε την. Όπως σου λέγω κάμε. ΡΩΜΑΙΟΣ Να με διδάξης και τον νουν λοιπόν να σταματήσω. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ελευθερίαν, αδελφέ, 'ς τα μάτια σου να δώσης. Ιδέ και άλλαις ευμορφιαίς. ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτός θα ήναι τρόπος ακόμη πλέον εύμορφη να μου φανή εκείνη.

Και ο Ρωμαίος δυνατά φωνάζει: «χωρισθήτε, σταθήτε, φίλοι»· και γοργά το χέρι του σηκόνει, απ' ό,τι τους τα έλεγε γοργώτερος ακόμη, και χύνεταιτην μέσην των και τους κτυπά με βίαν τα κοπτερά των τα σπαθιά, να τους τα χαμηλώση. Πλην κάτω απ' το χέρι του προκάμνει ο Τυβάλτης και τον καλόν Μερκούτιον θανάσιμα πληγόνει με μιαν επίβουλην σπαθιάν, κ' ευθύς τρεχάτος φεύγει.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τα πόδια τα σπασμένα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ρωμαίε, ετρελλάθηκες; ΡΩΜΑΙΟΣ Όλως διόλου όχι· Πλην είμαι και από τρελλόν σφικτώτερα δεμένος, κλεισμένος εις τα σίδερα, καταβασανισμένος, και ραβδισμένος, νηστικός... Παιδί μου, καλή 'μέρα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Διπλοκαλημερίζω σε. — Ηξεύρεις να διαβάζης; ΡΩΜΑΙΟΣ Ω ναι! διαβάζω το γραπτόν της μοίρας της κακής μου. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Και θα το έμαθες αυτό χωρίς βιβλίον ίσως.

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μαυλίστρα! Μαυλίστρα! Χω, χω! ΡΩΜΑΙΟΣ Τι ξεφωνίζεις εκεί: ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Εμυρίσθηκα κυνήγι. — Άκουσε, Ρωμαίε, θα έλθης έπειτα εις του πατρός σου; Θα γευματίσωμεν εκεί και οι δύο. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· τώρα έρχομαι.

Ω! σήκω, σήκω απ' την γην να ήσαι άνδρας πρέπει. Ω! σήκω! αν την αγαπάς την Ιουλιέταν, σήκω. Τι ωφελεί τόσον κακόν και θρήνος; ΡΩΜΑΙΟΣ Παραμάνα! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αχ! όλοι θ' αποθάνωμεν, αυθέντη μου, αυθέντη! ΡΩΜΑΙΟΣ Της Ιουλιέτας τ' όνομα επρόφερες.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αν τύχη κ' εβεβήλωσε τ' ανάξιόν μου χέρι το άγιον εικόνισμα οπού κρατώ, ας σκύψουν δυο κόκκινοι προσκυνηταί, τα πρόθυμά μου χείλη, και το τραχύ μου έγγιγμα μ' ένα φιλί ας σβύσουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αδικείς το χέρι σου, καλέ προσκυνητά μου· δεν έδειξεν ευλάβειαν οπού να μην αρμόζη. Εγγίζουν οι προσκυνηταί τα χέρια των αγίων, κι ασπάζονται μ' ευλάβειαν τα εικονίσματά των .

Και έπειτα λέγει ο Ρωμαίος σατυρικός, ότι ημείς οι άνθρωποι θεοποιούμεν την τύχην. Περί όρθρον της επιούσης εγερθείς ο Σκούντας ήρχισε την οδοιπορίαν, και μικρόν μετά την ανατολήν του ηλίου έφθασεν εις το μοναστήριον. Ο πυλωρός τω προέτεινε δυσκολίας. Αλλ' ο Σκούντας εζήτησε θαρραλέως την Βεάτην, και μετ' ολίγον ήλθεν αύτη εις τον Πυλώνα.