United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση. Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.

Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.

Η νεάνις εκείνη ήτο η Σαλώμη. Οι πόδες της έβαινον ο είς προ του άλλου με τον ρυθμόν του αυλού και ζεύγους κροτάλων. Οι τορνευτοί βραχίονές της εκάλουν κάποιον, ο οποίος έφευγε πάντοτε, και τον οποίον εκείνη ηκολούθει ελαφροτέρα χρυσαλλίδος ως ψυχή περίεργος και πλανωμένη ετοίμη προς πτήσιν. Τους πενθίμους ήχους του αυλού αντικαθίστων τα κρόταλα. Την πλήξιν διεδέχετο η ελπίς.

Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε τεμάχιον κρέατος. Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν! αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος της. — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη!

Δεν κάνεις το σταυρό σου, επανελάμβανε συχνά, να πανδρευθής τώρα που σε γυρεύουν; Ταχειά σα σουφρώσης, ποιος θα γυρίση να σε κυττάξη; Αλλ' η νεάνις είχε τον σκοπόν της. Απίθανον μεν και σκοτεινόν, όνειρον σχεδόν, πλην είχε πάντοτε ένα σκοπόν, ένα όνειρον. Κάθε άνθρωπος έχει το όνειρόν του.

— Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά. — Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως Η Αϊμά δεν ενόει πλέον. — Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον. — Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις. — Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον. Η Αϊμά ουδέν είπεν.

Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά διδασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρή ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως·Κυρία! Κυρία! — Τι είνε; — Ιδέτ' εδώ!... έλα να ιδής. Η νεάνις έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη.

Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.

Εν τούτοις είνε βέβαιον ότι η νεάνις επόθει διακαώς να επανίδη τον νέον εκείνον ον αποτόμως είχεν εγκαταλίπει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος, αφού ενόμιζεν ότι κατέστησε την νέαν ευτυχή, και εσεμνύνετο διά τούτο, έπεμψε τον Θευδάν όπως προσκαλέση τον Μάχτον να έλθη.

Ορίστε; Τι καλά! Τι ωραία! θα πετάξω από την χαράν μου! Και επί του τόπου τούτου εξηκολούθησεν η νεάνις να ομιλή και να γελά, επιμένουσα προφανώς να φαιδρύνη την απηλπισμένην όψιν μου. Αλλ' όταν είδεν ότι αι προσπάθειαί της απετύγχανον: — Ω! είπε, χαμηλή τη φωνή και συνωφρυωμένη. — Εσύ κλαίεις, και εγώ αστεΐζομαι! Ανόητη που είμαι! Αλλά θα συναντηθώμεν πάλιν.