United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της. Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Κι αντίς νανέβη το βήμα και να τους κοπανίση τους κομματικούς εκείνους κ' ίσως αγορασμένους Επισκόπους μ' αντρίκια λόγια, σηκώθηκε και τους μίλησε σαν καλός πνεματικός και τους σύστησε ειρήνη κι αγάπη.

Θα το 'ξηγήσης με τον νου και δε θε να λαθέψης· γιατ' όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση, εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης.

Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε ολέθριος σύμβουλος. Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον. Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.

ΞΕΝΟΣ Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο. Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε, σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα· όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω.

Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι.

Λέγε μου, δεν νομίζεις ότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες και ωραίοι; Ή ήθελες τολμήσει να ειπής διά κανένα εκ των θεών ότι δεν είνε καλός και ευδαίμων; — Όχι, μα τον Δία, δεν τολμώ. — Δεν καλείς δε ευδαίμονας τους κατέχοντας τα αγαθά και τα ωραία; — Βεβαιότατα. — Αλλά συ δεν έμεινες σύμφωνος ότι ο Έρως επιθυμεί τ' αγαθά και τα ωραία ως στερούμενος τούτων; — Τωόντι, το παρεδέχθην.

Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου.

Όλα δε αυτά τα έκαμε διότι επεθύμει να μορφώση τους πολίτας και τοιουτοτρόπως να άρχη λαού όσον το δυνατόν καλύτερον ανεπτυγμένου, επειδή είχε την γνώμην, ως καλός και ενάρετος άνθρωπος, ότι δεν έπρεπε να φθονή τους άλλους διά την γνώσιν των και να κρατή την σοφίαν ως αποκλειστικόν ιδικόν του προτέρημα.