United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης «Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων.

ΧΟΡΟΣ Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη τρέχεις να περιπλανηθής; ΗΡΑΚΛΗΣ Στη Θράκη θα ζητήσω τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης στο άρμα του. ΧΟΡΟΣ Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάμης; Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλης; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων. ΧΟΡΟΣ Αδύνατον τα άλογα να πάρης χωρίς μάχην. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα.

Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

Αφτόν εκεί τον γλύτωσε στην αγκαλιά του ο Φοίβος μες σ' ένα μάβρο σύγνεφο, μην τύχει οχτρός κανένας 345 και τον σκοτώσει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι· και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης «Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους· τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις; Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την ψυχή μου 350 θα τρέμεις έτσι κι' αν αλλού πως πολεμάνε ακούσεις

Και στον Αινεία χοίμηξε ο φοβερός Διομήδης, ξέροντας πως τον φύλαγε όχι άλλος, μόνε ο Φοίβος με το δεξύ του· μα κι' αφτόν τον αψηφούσε, κι' έτσι θεό μεγάλο, κι' έβλεπε πώς πάντα τον Αινεία να σφάξει, και την ξακουστή να πάρει αρματωσά του. 435 Τρεις έτσι χύθηκε φορές ζητώντας να τον σφάξει, και τρεις ο Φοίβος τούσπρωξε την λαμπρισμένη ασπίδα· μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σα δαίμονας μονάχος, μπήγει ο Απόλλος μια φωνή μεγάλη και του κράζει «Για στάσου, λιοντόκαρδε Διομήδη και στοχάσου, 440 και μη ζητάς με τους θεούς να γίνεσαι ίσα κι' ίσα!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας με φονεύση όστις από σας με αγαπά. Α’. ΦΥΛΑΞ. Όχι εγώ. Β'. ΦΥΛΑΞ. Ούτ' εγώ. ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ο θάνατος και η τύχη σου τρέπουν εις φυγήν τους οπαδούς σου. Αρκεί μόνον να δείξω εις τον Καίσαρα το ξίφος τούτο και να του φέρω την αγγελίαν, διά ν' αποκτήσω την εύνοιάν του. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Πού είναι ο Αντώνιος; ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Εκεί, Διομήδη, εκεί. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ζη; δεν αποκρίνεσαι, ω άνθρωπε;

Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. 395 Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια 398 απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. 400 Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι «Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες!

Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει. Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, κάπιος Δάρης, Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διο γιούςΝιδιόνε 10 τους λέγαν και Φηγιάκαλούς σε πάσα μάχης είδος. Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά και τούπεσαν απάνου, αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης.

Έπειτα τσάκωσε δυο γιους του βασιλιά Πριάμου, διο σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο. 160 Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν, και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας, έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διο ο Διομήδης μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματά τους πήρε, κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια. 165