United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας λοιπόν απ' αυτούς τους ηρώους είταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είνε αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί έτυχε η κερά ναγαπάη το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μάλλες γειτόνισσες που ταγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά!

Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ' η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν' ανεβοκατεβαίν' η Αννούλα και ν' ανοίγη παράθυρα, να κουβεντιάζη με τις γειτόνισσες, να τρέχη από δω κι από κει και να συγυρίζη, άρχισε να χάνη και το σπίτι την αγριάδα του. Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμη στην εξοχή. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά.

Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης. — Καλότυχο παιδί, πώς ταλές! Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες. — Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα. Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της. — Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος!

Η γραία Σουλτάνα, η μήτηρ της Ζουγράφως, έτρεξε με όσα ψευτογιατρικά εγνώριζεν, αυτή και όλες η γειτόνισσες, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε. Τελευταίον εκλήθη και ο γέρων ιατρός, ο μοναδικός εις το χωρίον, αλλ' ήτο αργά· δεν ίσχυσε να σώση το παιδίον.

Κ' η Αμέρσα, σχεδόν τέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κι' αυτή εναμίλλως με την Δελχαρώ, κ' «έρριχνε μπόι»· εγίνετο ανδρώδης, μελαψή και ζωηρά, κ' η γειτόνισσες την ωνόμαζον «το σερνικοθήλυκο». Κ' εκείνη η μικρά, το Κρινάκι, ήτις δεν είχε φευ! του κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, εδείκνυεν ήδη συμπτώματα αναπτύξεως. Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού.

Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουνΑναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο. «Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους.

Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδιών. Αύται της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο 'σε ξένο βιο».

Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου, σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σε δυο γειτόνισσες, που την έτριβαν με ξύδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος πού μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής.

Ποιος γύριζε να ιδή τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κ' εκείνες και πειράζανε τόμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τόμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κ' έκλαιγε απ' το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό! έλεγε. Να μ' αγαπήση ένα σκιάχτροΤώπαιρνε σαν καταφρόνια και σαν φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κ' έκλαιγε μοναχή της.

Τι γυναίκα του θα πήτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάννα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάννα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλοιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή.