United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Το φόρεμά της ήναψε διά μιας, και εκάη όλη αμέσως. Τότε και ο στρατιώτης έλυωσε. Και την αυγήν η υπηρέτρια, όταν επήρε την στάκτην, τον ηύρε μέσα εκεί. Είχε γείνει ένας βώλος, αλλά ωμοίαζεν ωσάν καρδία το σχήμα του. Από δε την χορεύτριαν δεν εσώθη τίποτε, παρά μόνον το τριαντάφυλλόν της, το οποίον είχε μισοκαή και ήτο κατάμαυρον. Μίαν φοράν ήτο μία δραχμή.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

Λέω την παλιά την αμαρτία, που ηύρε ταχιά την τιμωρία μα κι ως την τρίτη τη γενιά βαστά· όταν ο Λάιος -πεισματικά του Απόλλωνος, που του είπε τρεις φορές απ’ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά από βαρειές να σώση συμφορές την πόλη του, πεθαίνοντας δίχως παιδιά

Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη.

Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι, πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει.

Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχη μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρη ένα ψυχοπαίδι, που να είνε από μάννα και πατέρα, για να μην την βάζη ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζη μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήτον κι' από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε.

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.

Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’ ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα χέρια μ' όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά.