United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήμην ποιητής, ήθελον ειπεί ότι ο Πήγασός μου ωσφράνθη τον σταύλον του και εκόντα άκοντα προς αυτόν με παρασύρει, πεζός δε ων δικαιούμαι έτι μάλλον να ομολογήσω ότι μετά τοσαύτας περιπλανήσεις εκουράσθην τέλος πάντων και επόθησα τον σταύλον μου, ήτοι του δράματός μου την καταστροφήν.

Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κ' η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν άλλην στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων, και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζε το μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ' εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον το σωζόμενον εντός του ιερού βήματος, κ' έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. &Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.&

Είδε την σκιάν και το ιερόν θάμβος των εικόνων και των θυρίδων και των γωνιών, τας αμαυράς μορφάς των Αγίων, ωσφράνθη το μικτόν άρωμα του κηρίου, του ελαίου και του θυμιάματος, κ' εκύτταξεν επί μακρόν, εις το φρίσσον φως των πυρσών της κανδήλας, τα μεγάλα όμματα της Παναγίας, τα οποία εφαίνοντο να τον προσβλέπουν μετ' αΰλου θωπείας και επιεικείας βασιλοπρεπώς, μέσον των υάλων του παραθύρου.

Αφού επί τρεις μήνας έξυσε την κεφαλήν, ζητούσα του αλύτου αινίγματος την λύσιν, έκλεισε τέλος πάντων τα βιβλία της και ανοίξασα το παράθυρον του κελλίου ωσφράνθη τα αρώματα της ανοίξεως. Ο Απρίλιος ήγγιζεν εις το τέλος και η φύσις πάσα, καταπράσινος, μειδιώσα και μυροβόλος ωμοίαζε νεανίδα στολισθείσαν υπό εμπείρου θαλαμηπόλου.

Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ- Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση. — Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας.

Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι. Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, ωσφράνθη.