United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

Και εξηκολούθει: — Καλά κάμαμε, έλεγε, μόνος του τάχα διαλογιζόμενος, και εκάμαμε το χειμαδιό μέσατο Κάστρο. Δεν μας 'ψόφησε κανένα πράμα. Η αλήθεια είνε πώς είνε κομμάτι ζώρι. Σακατεύεται κανένας μέσα 'στα κατσάβραχα να κουβαλάη εληαίς και άλλα κλαδιά να τρώνε τα παληόιδα. — Μπε! Μπε! επανελήφθη τώρα η φωνή εν χορώ πολυφώνω. Ο κύων υλάκτησε πάραυτα καταπνίξας τας άλλας ζωώδεις φωνάς.

Ένα πρωίπάντα πρωί, ξημερώματανα σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.

Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες! Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του! Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία νυχτόημερα του θανατά.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Μα την αγάπην του Θεού, ο νους μου θα μου φύγη! Δεν μένεις εις το σπίτι μου, και όπου θέλεις βόσκε! Δεν χωρατεύω. Σκέψου το. Η πέμπτη πλησιάζει. Βάλε το χέρι ‘ς την καρδιάν και καλοσυλλογίσου. Αν τύχη κ' είσαι κόρη μου, ‘ς τον φίλον μου σε δίδω. Εάν δεν ήσαι κόρη μου, κρημνίσου, πείνα, δίψα, ‘ς τους δρόμους ψωμοζήτευε, και ψόφησε ‘ς τους δρόμους!

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα: — Να ιδώ το καματερό σας πλειο! — Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα.