United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.

Εδώ απαγγέλλει τις αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του Κοππέ από του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος της οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ επιτιμήσεις και αιτήσεις συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις.

Την επιούσαν τεσσαράκοντα προύχοντες νέοι προσβληθέντες εκρατήθησαν εντός του φρουρίου, και εδιπλασιάσθη ούτω των ομήρων ο αριθμός. Ο πατήρ μου δεν ήτο ευτυχώς εκ των ευπορωτέρων της Χίου πολιτών και δεν συμπεριελήφθη εις την καταγραφήν. Μετ' ολίγας ημέρας ηκούσθησαν ψιθυρισμοί, ότι πλοία Σαμιακά απεβίβασαν αποστόλους και ότι έμενον ούτοι κρυπτόμενοι εις τ' απόκεντρα της νήσου χωρία.

Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. —Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.

Ο Μανώλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ' ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έρριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανώλην: — Πατούχα ... Πατούχα! Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.

Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο. Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη.

Όταν η σιωπή απεκατεστάθη, διηυθέτησε τας πτυχάς του μανδύου του και ως κριτής έκαμεν ερωτήσεις. — «Αφού ο προφήτης απέθανεν.....» ψιθυρισμοί τον διέκοψαν. Ενόμιζον ότι ο Ηλίας μόνον εξηφανίσθη. Ωργισμένος κατά του όχλου εξηκολούθει την κρίσιν του. — Φαντάζεσαι ότι ανεστήθη; — «Διατί όχιείπεν ο Ιακώβ. Οι Σαδουχαίοι ύψωσαν τους ώμους.

Τω όντι ηκούοντο έξω εις την αίθουσαν βηματισμοί ελαφροί και ψιθυρισμοί. Επήδησα εκ της κλίνης και έδραμα προς την θύραν αψοφητί. Δυστυχώς, εις τας ατόπους πράξεις άμα γείνη άπαξ το πρώτον βήμα, τετέλεσται! πρό τινων ωρών ηγανάκτησα κατά του εξαδέλφου μου, ότε κατεσκόπευσε τον Κ. Μελέτην και την αδελφήν του, ηγανάκτησα δε και κατά του εαυτού μου, διότι τον εμιμήθην.

Συγχρόνως ηκούσθησαν ψιθυρισμοί έξωθεν, ως να συνεννοούντο μεταξύ των οι πολιορκηταί. Κάτωθεν του μικρού πατώματος προς τον τοίχον ήχησεν αλλόκοτος, ασυνήθης κρότος. Η Σοφία έβαλε τον δάκτυλον στο στόμα και ακουσίως εγέλασε. — Την φτερωτή... Την φτερωτή σπάζουν· για να μπουν απ' τη μυλότρυπα. — Εκεί είνε διαβολότρυπα, είπεν ο γέρων Σταμάτης.

Ο λύχνος ο καίων υπό την εστίαν ημαυρώθη και απεσβέννυτο βραδέως, το ερυθρόφαιον φως της ηούς εφώτιζε την είσοδον του σπηλαίου, και οι γλυκείς ψιθυρισμοί της εξεγειρομένης φύσεως ηκούοντο εναρμονίως αντηχούντες περί τας φάραγγας και τους δρυμώνας.