United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως ημικοιμωμένη: — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες! Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.

Προσέτρεξεν ευθύς εις πολλούς εμπειρικούς ιατρούς, άνδρας και γυναίκας, αλλ' ούτε αι πεντάλφαι τας οποίας δι' άνθρακος εχάρασσεν επί των παρειών του πανούργος Χριστιανή, ψιθυρίζουσα αντί εξωρκισμών βλασφημίας κατά της Πίστεώς του, ούτε τα παντοειδή βότανα του Δερβίση ηδυνήθησαν να τον ιατρεύσουν.

Και η φωνή πάλιν μου είπε οιονεί ψιθυρίζουσα : — Δεν είναι! ω! δεν είναι ένα θλιβερόν θέαμα! Αλλά προτού να εύρω λέξεις διά ν' απαντήσω, τα φάντασμα έπαυσε να σφίγγη την παλάμην μου, η φωσφορική λάμψις έσβυσε, και οι τάφοι εκλείσθησαν και πάλιν με αιφνιδίαν βίαν, ενώ εσηκώνετο ένας θόρυβος απελπιστικών κραυγών που επανελάμβανε : «Δεν είναι, ω! δεν είναι ένα θέαμα αληθώς θλιβερόν

Και καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε πάλι! Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της: — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη.

Τελειοτέραν ικανοποίησιν δεν ηδύνατο να προσδοκά η βλοσυρά γραία. Θα κλείση άρά γε τώρα το παράθυρόν της, ψιθυρίζουσα με ενδόμυχον ευχαρίστησιν: «Τους κακόμοιρους!» ή θα περιμένη να ίδη και τα αμερικανικά παράλια βομβαρδιζόμενα και ν' απολαύση εις την ξηράν την τραγωδίαν, ην εχειροκρότησεν εις το πέλαγος;

Το πρόσωπόν της Λιγείας έγινε ροδαλόν και εμειδία. Ερρίφθη εις τον τράχηλον της απελευθέρας και έθεσεν επί της παρειάς της το αδρόν της στόμα ψιθυρίζουσα: — Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι! — Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση. Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την αρπάσουν.

Η κόρη εγκατέλιπε πλέον την σκούπαν, αφήρεσε την λευκήν πετσέταν από την ξανθήν κόμην της και ήρχισε να νίπτεται απελπισθείσα περί της πανηγύρεως, αλλά ψιθυρίζουσα πάντοτε συμπαθητικώς: «μήπως το ήθελεν η κακομοίραΠρο ημερών, τον πρώτον χειμώνα του Νοεμβρίου, τρικυμία συμβάσα εν τω Ευξείνω Πόντω επήνεγκε μεγάλα δυστυχήματα. Πλέον των δέκα ιστιοφόρων εναυάγησαν εις την άξενον εκείνην θάλασσαν.

Μία αψίς ήνοιγεν εις το βάθος βαράθρου το οποίον από το μέρος εκείνο υπερήσπιζε την Ακρόπολιν. Έν αιγόκλημα προσείρπεν επί του θόλου της, ενώ τα άνθη του εξήρχοντο εις το φως. Εις την ρίζαν ενός βράχου μικρά βρύσις ανέβλυζε ψιθυρίζουσα. Πεντήκοντα ίπποι περίπου υπήρχον εκεί, και έτρωγον την φορβήν των επί υψηλής σανίδος η οποία έφθανεν έως εις το στόμα των.

Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθενΑλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενεξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!

Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος φωνή του τυφλού·Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια.