United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψεύματα λες, απεκρίθη ο Ταχέρ· η Δηλαρά κλαίει και οδύρεται διά το πταίσιμον που έκαμε με εσένα, και εσύ λες πως θέλει και αυτή να αναχωρήση από το σπήτι μου; Αυθέντη Κατή, ακολουθεί αυτός, εγώ θέλω να τον πιάσω με τον λόγον του.

Τόσον καιρόν μ' έκραζες Αϊμά, και τώρα με λέγεις αδελφήν σου; Τώρα λοιπόν έμαθες πως είμεθα αδελφοί, διά πρώτην φοράν; Κεγώ, οπού επίστευα απ' αρχής πως είμεθα αδελφοί, ήμουν απατημένη; Πρέπει να είνε ψεύματα, διότι μου το λέγεις τώρα διά πρώτην φοράν. Ειμπορώ ποτε να το πω αυτό, αφού μόλις το είπα τώρα, και το μέτωπόν μου καίει έξαφνα; πόσον καίει!

Όταν ήλθεν η βροχή και μ' εμούσκευσε, και ο βορειάς μ' έκαμε να τρίζω τα 'δόντια, και ο κεραυνός δεν με υπήκουε να σιωπήση, τότε τους εμυρίσθηκα τι πράγματα ήσαν! Πηγαίνετετο καλό! Μου έλεγαν όλοι ψεύματα! Μου έλεγαν, ότι εγώ είμαι το παν. Ψεύματα! Ούτε τον παροξυσμόν δεν ημπορώ να νικήσω. ΓΛΟΣΤ. Την ενθυμούμαι την φωνήν. Την ήκουσα... Δεν είναι ο βασιλεύς;

Φλουρένς και λοιποί ανήκουσιν εις τον ευρωπαϊκόν, φαναριώτικον, επτανησιακόν, εις το ετερόχθον τέλος πάντων στοιχείον της πρωτευούσης σας, ενώ οι καταλήγοντες εις π ο υ λ ο ς, αν τα ονόματά των δεν λέγουν ψεύματα, είναι γνήσιοι Μωραΐται, και ως εκ τούτου έχουσι μέγα δίκαιον να κατηγορώσιν ως γυμνοτράχηλον την «Ιωάνναν». Διά να εννοήσετε καλλίτερα την ιδέαν μου συγχωρήσατε μοι, κύριε εκδότα, να σας διηγηθώ έν τελευταίον ανέκδοτον.

Δεν έχει τα μικρά ελαττώματα των κοινών ανθρώπων. — Το πιστεύω. — Πρώτον είνε οπού δεν λέγει ποτέ ψεύματα. Δεύτερον δεν θέλει να κάμη κακόν εις κανένα. Τρίτον κάμνει καλόν, όσον ειμπορεί. — Αυτό; — Βέβαια. Έπειτα δεν λυπάται ποτέ τα χρήματα. Όχι μόνον δεν τα λυπάται, αλλά δεν τα εκτιμά ποσώς. Δεν τα βλέπει εμπροστά του ούτε ως λιθάρια. Τα καταπατεί ως χαλίκια.

Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον. Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος. Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα. Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.

Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε, και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι: — Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;

Ή τουλάχιστον, ας μην είχα εγώ να την καταδώσω! ΚΟΡΝ. Έλα μαζί μου εις την δούκισσαν. ΕΔΜ. Εάν είναι αληθινά όσα γράφει εδώ, το πράγμα είναι σπουδαίον. ΚΟΡΝ. Αληθινά ή ψεύματα, αυτά σ' έκαμαν εσένα κόμητα του Γλόστερ. Εξέτασε να μάθης πού είναι ο πατέρας σου διά να τον συλλάβωμεν. ΚΟΡΝ. Έχω όλα τα πιστά εις εσένα, και θα εύρης εις εμέ πατέρα καλλίτερον από εκείνον οπού σ' εγέννησε.

Αδελφή μου, θέλω να σου μιλήσω. Όχι, &αδελφή μου&, δεν έρχεται καλά. Διότι δεν το συνείθιζα απ' αρχής. Και μήπως τάχα δεν είνε αδελφή μου; είνε ψεύματα; Δεν ανετράφημεν τάχα μαζύ; Εγώ θυμούμαι την ημέραν που μας την έφεραν εις το σπίτι μας, και την επήραν διά παιδί τους οι γονείς μου, ήτο μικρά, πολύ μικρά. Αυτή δεν θα το θυμάται.

Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγεν, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!». Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της.