United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα.

Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον Βεζύρην, γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά εντροπιασμένους διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των.

Ο Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με προστάξης.

Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κεπανήλθαμε στην παράταξη, ο Δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρςΤον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθή δίπλα σένα εξωκλήσι. — Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά.

Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτκιάρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζή. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κένα Τουρκάκι κιαρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς.

Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα βγάλω από τα σπλάγχνα.

Τον καιρόν δε που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην.

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα: — Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά; Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.

Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν.