United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα σου ψάλλω αλληλούια και ωσανά! Σε σένα ξαναγίνηκε το θαύμα της Κανά, σταμνί σε βρήκεν ο Χριστός νερό γιομάτο και σ' έκανε ολοπόρφυρο κρασί μοσχάτο! Δεξιά μία βρύσι στη ρίζα γέρικου πλατάνου. Αριστερά ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται να είνε μέρος από το πετρώδες σύστημα του λόφου, όπου είνε χτισμένη η Ακρόπολις.

Σαν ένας που φαντάζεται πως βρήκε ένα φυλαχτό, που του δίνει τη δύναμη να κάνη θάματα, στήριξα όλες τις ελπίδες μου σ' αυτό το σχέδιο κι όταν τέλος βρεθήκαμε στη μικρή βίλλα, που είτανε χτισμένη σ' ένα ψήλωμα με θέα προς τα φιόρδ και προς τα δάση, στη βίλλα, που τα φύλλα των λευκών σαλεύανε μπρος στο παράθυρο, όπου θα καθότανε η γυναίκα μου να με προσμένη να γυρίζω από την εργασία μου, όταν λοιπόν βρεθήκαμε κει, είχα τη βεβαιότητα πως είχε βρεθεί πια η λύση.

Τα γεράκια, με τα αστραφτερά σαν το μαχαίρι φτερά τους, περνούσαν κρώζοντας, η Ορτομπένε, πόλη χτισμένη από νουράγκι, απλωνόταν απέναντι από τις λευκές επάλξεις της Ολιένα κι ανάμεσα στη μια και στην άλλη έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα ο καθεδρικός ναός του Νούορο. Ο Έφις περπατούσε και ο πυρετός του θόλωνε τα μάτια.

Μα κι Αγιά Σοφιά είπαμε πως έχουμε στη Θεσσαλονίκη, χτισμένη όχι πολύ αργότερα από το περίφημο πρότυπό της. Στον ίδιο ρυθμό κι αυτή, και μ' εξαίρετα ψηφιδώματα. Μερικά ακόμα να σημειώσουμε για τα μωσαϊκά δεν είναι άσκοπα εδώ στο τέλος. Τα πιο ξακουστά στην Πόλη είταν τα πολεμικά εκείνα ψηφιδώματα της Χαλκής.

Μια τόσο απαίσια βρώμα έβγαινε από της πληγές του, ώστε και οι πειο αγαπημένοι του φίλοι έφευγαν από κοντά του, όλοι εκτός από τον Βασιληά Μάρκο, τον Γκορνεβάλη, και τον Νανάς ντε Λιντάν, που μόνοι μπορούσαν κ' έμεναν στο προσκέφαλό του: η αγάπη τους υπερνικούσε τη φρίκη. Επί τέλους ο Τριστάνος είπε και τον μετέφεραν σε μια καλύβα χτισμένη απόμερα, στην παραλία.

Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα, οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε.

Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουνένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένηεφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.

Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο πολύ όμως για χάρη του μεγάλου μας του Λογγίνου, που μέσα στης Παλμύρας τα φοινικόδεντρα βρήκε τον ηρωικό θάνατό του.