United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Και ούτω λέγοντας επρόσταξε τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα.

Ωραία Φαρουχνάζ, άρχισεν εκείνος να λέγη, οπόταν έφθασα εις το παλάτι, ηύρα ανοικτήν την πόρταν, και εμπαίνοντας μέσα δεν είδα κανένα, μοναχά ήκουσα μίαν φωνήν παραπονετικήν, που έβγαινεν από ένα μέρος. Ακολούθησα την φωνήν, και ήλθα και εμπήκα εις ένα χοντζερέ.

Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν· εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Αυτή έμεινε πολλά ευχαριστημένη εις την απολογίαν που της έκαμα, και εις καιρόν που ετοίμαζε διά να μου δώση σημείον της αγάπης, που εις εμέ έδειχνεν, ιδού που ακούμε ένα μεγάλον κτύπον εις την πόρταν του χοντζερέ όπου ευρισκόμασθε. Ημείς εμείναμεν ωσάν νεκροί από τον φόβον μας· ω ουρανέ, φώναξεν η Δαρδενέ, ημείς είμασθε χαμένοι· ετούτος είνε ο βασιλέας.

Την δε ερχομένην ημέραν, οπόταν έφεξεν, ακούω να κτυπούν την πόρταν του χοντζερέ μου.

Τέλος πάντων ο βασιλεύς όντας γεμάτος από έρωτα δι' εμένα, έκαμεν ευθύς και εμέτρησαν του πραγματευτού όσα αργύρια και αν εζήτησε, και έπειτα τον απέστειλε μαζί με τες άλλες του σκλάβες. Έκραξεν ευθύς ο βασιλεύς τον αρχιευνούχον του και του είπεν· έπαρε τούτην την σκλάβα, και βάλε την μοναχήν εις τον πλέον πλουσιώτερον χοντζερέ, και πρόσεχέ την ωσάν βασίλισσαν.

Εις τούτο το θέαμα εστάθη μεγαλύτερος ο θαυμασμός του Καλίφη από του παγωνιού και του δένδρου, και ηρώτησε πώς είνε αυτό, που το ποτήρι γεμίζει μοναχό του; Ο Αμπτούλ είπε πως αυτό ήτο έργον ενός φιλοσόφου, ο οποίος ήξευρεν όλα τα απόκρυφα της φύσεως· και λέγοντας έτσι παίρνει το σκλαβόπουλο από το χέρι, και με πολλήν βίαν εβγήκε πάλιν από τον χοντζερέ.