United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι παλιοί υπηρέτες του σπιτιού είχαν την υποψία, πως ήτανε γυιός της αδελφής του κυρίου βαρώνου κ' ενός τιμίου ευπατρίδη από τα περίχωρα, που η δεσποινίς αυτή δε δέχτηκε ποτές να τον παντρευτή, γιατί, δε μπορούσε να δείξει περισσότερες από εβδομήντα μια γεννιές, ενώ το υπόλοιπο του γεννεαλογικού του δένδρου χανότανε μέσα στο αίσχος του χρόνου.

Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.

Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο.

Είχε ιδεί παλάτια θεμελιωμένα μέσα στα νερά, κι' άλλα παλάτια που έμπαινες μέσα και δεν ήτανε ψυχή κι' άξαφνα στρωνότανε μπροστά σου ένα τραπέζι με όλα τα καλά του κόσμου κ' έτρωγες κ' έπινες και ύστερα πάλι το τραπέζι χανότανε από μπροστά σου.

Εμπρός! είπε ο Αγαθούλης· ας αφεθούμε στη θεία πρόνοια. Πλέξανε μερικές λεύγες ανάμεσα σε όχθες, άλλοτε ανθισμένες, άλλοτε χέρσες, άλλοτε ομαλές, άλλοτε απόκρημνες. Το ποτάμι φάρδαινε πάντα· τέλος χανότανε κάτου σε μια καμάρα από βράχους τρομαχτικούς, που υψωνόντανε ως τον ουρανό. Οι δυο ταξιδιώτες είχανε το θάρρος, να εγκαταλειφτούνε στα κύματα κάτου απ' αυτή την καμάρα.

Ο λαιμός κατέβαινε με κανονική καμπυλότητα και χανότανε μέσα στο λεπτό πουκαμισάκι. Το μέτωπο δεν είχε καθόλου συννέφωμα και τα μαλλιά της κόμης ερχόντανε και μικραίνανε ως που σβύνανε σε ευγενικό χνούδι λίγο παρακάτω από τ' αυτί. Ύστερα τα χέρια λεπτά και άσπρα τελειώνανε σε περιποιημένα δάχτυλα, με κανονικά κομένα τα νύχια.

Τη ζωή, την αληθινή και άδολη ζωή, την εύρισκε, θαρρείς, μόνο στη φύση και ποτέ στον άνθρωπο. Κ' εκεί τη σεβότανε. Ποιος ξέρει αν είχε άδικο ; Λυπότανε τώρα τα στάχυα που θερίζονταν άπλερα, τα δέντρα που πέθαιναν απάνω στο θυμό τους, τα πωρικά που κόβονταν πριν ωριμάσουν. Πονούσε καθετί που είχε ζωή και σκοπό και χανότανε άσκοπα μ' ένα χτύπημα της αξίνας.

Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς.

Και ίσωςτο πιο παράξενοθα χανότανε ο Δάφνης μόλις εβρέθηκε, αν δεν εστοχαζόταν ο Άστυλος να ξαναφωνάξη: — Στάσου, Δάφνη, και μη φοβηθής καθόλου· είμαι αδερφός σου και γονιοί σου οι ως τα τώρα αφέντες σου· τώρα δα ο Λάμωνας μας είπε για τη γίδα και μας έδειξε τα σημάδια· και γυρίζοντας πίσω κοίταξε πώς τρέχουνε χαρούμενοι και με γέλοια· μα φίλησε πρώτα εμένα· σ' ορκίζομαι στις Νύμφες πως δε σου λέω ψέματα.