United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή: — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει: — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο.

Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύση; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον.

Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.

Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσσικός• τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών. Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθομεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπομεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερόμενους εις τας οδούς. Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν.

Μια φορά κ' ένα καιρό οι Χριστιανοί του χανιού εκείνου άναπταν και ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον καντήλι, αλλά το ανεκάλυψαν οι Τούρκοι από κάτι κονάκια υψηλά οπού είνε εκεί κοντά, κάτι θηριόσπιτα, και τρόμαξαν να γλυτώσουν το κεφάλι τους οι Χριστιανοί. Από τότε δεν άναψαν πλέον καντήλι ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον.

Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο ΓεροΜούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.

Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!

Διηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύκτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κ 'εγώ. Τας Κυριακάς ελειτουργούμεθα τακτικώς εις την αγίαν Φωτεινήν, ενίοτε δε επεσκεπτόμεθα οικογένειάν τινα εκ των εν Σμύρνη διαβιούντων Χίων.

Εις το σχολείον του παππά Φλούτη ήμην το παίγνιον των συμμαθητών μου, εις Σμύρνην δε εντός του Χανίου ήμην γνωστός υπό το όνομα Μικρο―Λουκής. Η δε τοιαύτη των άλλων περιφρόνησις, επενεργούσα εις την ιδικήν μου περί εμαυτού εκτίμησιν, δεν υπεβοήθη βεβαίως την ανάπτυξιν ηρωικών διαθέσεων.