United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου.

Η φιλίωσις του Πρόσπερου με τον βασιλέα στηρίζεται εις την ευγένεια της ψυχής, αλλά επειδή εις τους άλλους δύο εχθρούς του αυτή δεν υπάρχει, μάταια ήθελε είναι με αυτούς η φιλίωσις, ώστε άλλο δεν μένει του Πρόσπερου παρά να χαλινώση με αυστηρά λόγια την ακαταδάμαστη κλίση τους εις το κακό.

Η νύχτα προχωρούσε συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους, ή όξω στους δρόμους, κι' η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, κι' έπλεε σ' ευχισμένα παιδικά όνειρα, αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείση μάτι, και για να χαλινώση τον νου της και να τον γυρίση πίσω από την Ξενιτειά, που πλανιώνταν, σαν το έρημο πουλλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω στον καιρόν που είταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της και το μονάκριβο της το παιδί.

Τότε τα κοσμήματα ήσαν ολίγα αλλά πολύτιμα, μεταδιδόμενα δε από πατρός εις υιόν εσχημάτιζον αποταμίευμα αληθές και καταφύγιον εύχρηστον εν ώρα ανάγκης. Παρεκάλεσα τον Ζενάκην να επισπεύση τας μετά του Αγά διαπραγματεύσεις, διά να προλάβωμεν και αναχωρήσωμεν εκ Χίου προτού εκπλεύση ο Τουρκικός στόλος, αλλ' ο γέρων δεν εβιάζετο και εζήτει να χαλινώση την ανυπομονησίαν μου.