United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης τουτο οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.

Η κόρη της η Δελχαρώ, είδε την ανησυχίαν της, κι' άρχισε να κυττάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε. — Μάνα! Μάνα! — Τι είνε; — Έλα να ιδής! — Τι; — Δυο ταχτικοί στέκονται και κυττάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας . . . Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο.

Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια Χαδούλα, η κοινώς καλουμένη Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της.

Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμη άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη υπηρέτει τους γονείς της.

Ύστερον, όταν εμεγάλωσε, κ' έγεινε δεκαεπτά χρόνων, και ειρήνευσαν οπωσούν τα πράγματα, κατά τους χρόνους του Κυβερνήτου, την υπάνδρευσαν οι γονείς της, και της έδωκαν άνδρα τον Γιάννην τον Φράγκον, εκείνον τον οποίον η σύζυγός του επωνόμασεν αργότερον «τον Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν». Τα δύο ταύτα παραγκώμια δεν του τα είχε δώσει άνευ λόγου η σύζυγός του, η Χαδούλα.

Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει.

Αλλ' εάν αυτή ελαχάνιζε, μήπως εκείνοι καίτοι νέοι, δεν υπέκειντο εις το πάθημα τούτο; Η Χαδούλα είξευρε μάλιστα, κατά σύμπτωσιν, ότι ο είς των δύο εκείνων νέων έπασχεν από άσθμα . . . Δεν ήτο πολύς καιρός αφότου αυτός είχε παρακαλέσει τον γαμβρόν της να ειπή της γρηάς να του κάμη ένα μαντζούνι διά το νόσημα τούτο.

Τότε, μετά χρόνους, ενθυμήθη και την σύντομον προσευχήν, την οποίαν της είχεν επιβάλη άλλοτε να λέγη συχνά ένας γέρων πνευματικός· το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Η συχνή επανάληψις της ευχής ενήργησε, και η Χαδούλα εναρκώθη επ' ολίγα λεπτά και απεκοιμήθη. Η γραία εξύπνησεν έντρομος, ανετινάχθη όλη.

Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ίδη κατά πρόσωπον τον φονέα.

Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της.