United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη θέλων να χάση καιρόν, τους εσυμβουλεύθη εις ποίον μέρος είναι ωφελιμώτερον να συγκροτήση στρατόπεδον. Επειδή δέ τις επρόβαλε τον Πειραιά, ο Καραϊσκάκης ων άπειρος των τόπων, έκρινεν εύλογον να υπάγωσιν όλοι ομού διά να παρατηρήσωσι την θέσιν ταύτην και ούτω να επιχειρήσωσι την συγκρότησιν του στρατοπέδου.

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.

Βρε τ' ήταν τούτο! βρε τ' ήταν τούτο! Πήγαινε να χάση το μυαλό του ο κόσμος. Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήταν ανάστατο. Παραδέ στην Απάνω Ρούγα χάλαε ο κόσμος. Όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι.

Θα ειπή ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας και ειπήτε ραπ! Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.

Ωχ! τι τρέλλα μ' είχε πιάση! το μυαλό πώς είχα χάση, που για τον Σωκράτην είχα τους θεούς αποστραφή. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ — Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ και μετά μικρόν ΣΩΚΡΑΤΗΣ και ΧΑΙΡΕΦΩΝ Δουλειά σου είναι τώρα. ω δαδί! φωτιά να βγάνης! Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ Άνθρωπε! αυτού τι κάνεις; Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ Καταστρέφεις! καταστρέφεις! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ω! κακόμοιρος που ήμουν! αχ! ο δόλιος θα πνιγώ!

Απ την αυγή γυρνάω Απ' όξω του Μεσολογγιού, τάχα πως κυνηγάω. Έν' από σας για νάβρω, Έν' αδερφό μου χριστιανό για να του 'πω χαμπέρι, Πικρό χαμπέρι, μαύρο, Που το φυλάγουν μυστικότου Ομέρ-πασά τ' ασκέρι. Παιδιά! Για όνομα Θεού, μη, μη φοβάστε, ακούτε. Το Μεσολόγγι ο Θεός δε θε να χάση ακόμα. Ούτε να πέση η Ρούμελη, ούτε ο Μορηάς μας ούτε. Και τώφερε το μυστικό καιτο δικό μου στόμα.

Όστις δε χάση την δίκην, ας πληρώση το διπλάσιον του αντιτίμου της πωλήσεως. Εάν δε επώλησε ιδιώτης προς ιδιώτην να επιτρέπεται μεν επιστροφή καθώς ελέχθη και διά τους προηγουμένους, επίσης δε και δίκη, αλλά όστις χάση την δίκην ας πληρώση το αντίτιμον εις το απλούν.

Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.