United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φρουμέντιος εξηκολούθει να σιωπά, η δε Ιωάννα να στρέφη φύλλα της Γραφής, οτέ μεν ψιθυριρίζουσα μεταξύ των οδόντων, οτέ δε εδάφιον τι αναγινώσκουσα μεγαλοφώνως. Αλλά μετ' ου πολύ έπαυσε να φυλλομετρή και διά φωνής μειλιχίου ως νέας Ινδής επαδούσης όφιν φαρμακερόν, ήρξατο ν' αναγινώσκη ««Άσμα ασμάτων, ο έστι Σολομών. Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού.

Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θειά-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της.

Τρεις κουταλιές δώδεκα μερίδες.. Στην κουζίνα των αξιωματικών ο μάγειρας, κομψότατος για μάγειρας, περιποιείται το επάγγελμά του. Πιάνει το λάχανο βρασμένο, λευκό σαν χιόνι, ξυλώνει τα φύλλα, κόβει τα χοντρά νεύρα και γεμίζει κάθε φύλλο προσεχτικά με κρέας λεπτοκομένο. Το διπλώνει ύστερα με τέχνη, το σφίγγει, το κάνει οχτάγωνο και το βάζει στην κατσαρόλα με γεωμετρική ευγραμμία.

Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα , τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν , τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά-σιγά: — Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!

Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.

Τo κορμί της μόλις ξεχώριζε, πλάκα κάτω απ’ το πάπλωμα-ακίνητο Κοιμόταν- Η Λιόλια-η φιλημένη Λιόλια-ξεγλύστρησε σα σκιά πίσω απ’το κρεββάτι . . τράβηξε αποκάτω απ’ τον κρεββατιού το γύρο που τάχε μπόγο απ’ την ημέρα τα ρούχα του ύπνου κ' έστρωσε το σελτέ της. . . και, κουβαριασμένη αυτού χάμω, γλήγορα-γλήγορα γδύθηκε από μέσ' απ’ το πάπλωμα. . και πια δε φάνηκε Ο Νίκος τραβήχτηκε στην άλλη άκρη, για να μην ξυπνήση τη Βεργινία. . . Εκεί που έκανε να πέση στο στρώμα ανασηκώνοντας προσεχτικά το πάπλωμα, γύρισ' έξαφνα η Βεργινία το κεφάλι της: κ’ είδε τότες ο Νίκος να λαμποκοπούνε στο φως του καντηλιού τα ματόκλαδα της από στάλες διαμαντένιες σαν κ’ εκείνες που βλέπεις ύστερ’ από βροχή, κάποιο ξαστερωμένο σουρούπωμα, στακρόφυλλα των δένδρων, στης ακακίας και της «Κλαίουσας» τα φύλλα που είναι βαρειές απ’ το πολύ το φέγγος κι ολόφεγγες απ‘ το θλιμμένο βάρος. . μα οι στάλες δε θέλουνε να πέσουν- Τα προσκέφαλα ήτανε μούσκεμα πέρα ως πέρα από τα δάκρυα.

Μάζεψα τα γραμμένα φύλλα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, έπειτα βγήκα σιγά και πήγα κι ακροάστηκα στην πόρτα της κάμαρας του Σβεν. Η γυναίκα μου την άνοιξε και κοίταξε όξω. Έσκυψα σιμά της και της είπα: — Είναι έτοιμο. Μου χαμογέλασε κ' η φωνή της έκλεινε έναν κόσμο ευτυχίας, όταν απάντησε: — Κοιμάται τόσο ήσυχα. Δεν το πιστεύω να υπάρχη κίντυνος.

Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.

Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια ζωγραφισμένα, οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας με δροσιάν όλην την νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα. — Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του.

Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.