United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος πίστεψε πως με τη ζωή έσβυσε και κάθε ιχνάρι της. Εκείνη όμως όχι· τα φύλαξε στο πείσμα του και τώρα να, τα παραδίνει στον απόγονό του, όπως η Αίτνα τη φωνή του Εγκέλαδου. Τ' είνε τάχα η χλόη, τα δέντρα, οι καρποί μπροστά σε τούτα που βγαίνουν αμβροσία για το αίσθημα του ανθρώπου; Καν τίποτα!

Σε ξαναέχω, κόρη μου; Διά να μας χωρίσουν τον κεραυνόν εξ ουρανού αν ημπορούν ας φέρουν! Ω, στέγνωσε τα 'μάτια σου! — Η λώβα να τους φάγη και κρέατα και κόκκαλα, να τους ψοφήση η πείνα, πριν τρέξουν εξ αιτίας των τα δάκρυά μας!... Έλα! Άκουσ' εμένα. Το χαρτί οπού σου δίδω πάρε και φύλαξέ το. Πήγαινετην φυλακήν μαζί των. Ένα βαθμόν σ' ανύψωσα.

Ιδού, σας ευχαριστώ διά την καλήν σας συμβουλήν. — Ε! το αμάξι μου! — Νύκτα σας καλή, Κυρίαις χαριτωμέναις· Κυρίαις, καλή νύκτα· καλή σας νύκτα, καλή σας νύκτα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Κατόπι της, παρακαλώ, και φύλαξέ την προσεκτικά.

Εκεί με εξεπέζευσεν από του Ελέφαντος και δείχνοντάς μου ένα υψηλόν δένδρον, μου είπεν· ανάβα εις αυτό το δένδρον υψηλά, και φύλαξε αυτού έως που να περάσουν οι Ελέφαντες, και ρίξον τότε με το δοξάριον σου, και αν σκοτώσης κανένα, δράμε ογλήγορα εις την πολιτείαν να μου δώσης την είδησιν.

Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ. — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την. — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι, άνδρα;

Άλλα όταν ήρθε η νύχτα, η Βραγγίνα για να κρύψη την ντροπή της Βασίλισσας και για να ν' τη σώση από το θάνατο, επήρε τη θέσι της Ιζόλδης, στο γαμήλιο κρεβάτι. Για να τιμωρηθή που δε φύλαξε καλά το μαγεμένο ποτό, και από αγάπη για τη φίλη και κυρία της, εθυσίασε, η πιστή, την αγνότητα του κορμιού της. Το σκοτάδι της νύχτας έκρυψε από το Βασιληά την πανουργία της και την ντροπή της.

Κ' έλειπαν όλ' αυτά επειδής έλειπαν από τη βυζαντινή τη ζωή. Ψυχή της ζωής εκείνης είταν ο συντηρητισμός, σε όλα όσα πήραν είτε από τη Ρώμη είτε από το χριστιανισμό είτε κι από την Ασία. Συντηρητισμός που πρέπει να τονέ σεβούμαστε, επειδή πολλά μας φύλαξε κι' από πολλά μας γλύτωσε. Από της Νίκαιας τη σύνοδο ακόμα είταν κανονισμένο σε τι λογής τύπους απάνω έπρεπε να ζουγραφιέται ο Χριστός.

Δεν της ήρθε στο νου πως μπορούσε κάτι να μου κρύψη, δε στοχάστηκε πως η αγάπη, άδικα ή όχι, τρομάζει με το παραμικρό· δεν είπε μέσα της, όταν έλαβε το γράμμα· «Θα λυπηθή ή δε θα λυπηθή να του το δώσωΤο διάβασε δίχως να το ξεσκίση, το φύλαξε ως το βράδυ· δεν της είταν αδιάφορο το γράμμα.

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!

Και το χειρότερο ήτο πως κιντύνευαν κιάλλοι από την αρρώστια της, όσοι πήγαιναν και την πλησίαζαν, γιατ' η αρρώστια της, Θε μου φύλαξε, ήτο κολλητική, σα φωτιά. Ο γιατρός είπε να μην τη σιμόνουνε παιδιά και, σα θα ποθάνη, να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που κοιμάται.