United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν όμως, σάνε φιλιώνουνταν πάλε, φύλαγε η Ανατολή τον παλιό σεβασμό προς τη Δύση, ο λόγος δεν έρχεται μήτ' από τον Απόστολο Πέτρο μήτ' από άλλη παρόμοια παράδοση, παρ' από το μαγικό τόνομα της Ρώμης, που την έβλεπε πάντα η Ανατολή σα δοξασμένη μητέρα της, γέρικη ίσως και μα το ναι πεθαμμένη, μα σαν είδος μητέρα πάντα. Λόγος ανθρώπινος, κι όχι θεϊκός.

Κι αφήσαντας τις πολιορκητικές μηχανές που φέρνανε μαζί τους, σύρανε κατά τανατολικά της Θράκης, στη Μακεδονία, και στη Θεσσαλία, σφάζοντας, αρπάζοντας, καίγοντας. Αυτά είναι τα πολεμικά κατορθώματα του Βάλεντα και των αρχηγών του. Η κακή του τύχη όμως φύλαγε κι άλλο δυστύχημα για τη βασιλεία του, το μεγάλο το σεισμό του 375.

Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, ήξερε πως κάτι τι τον φύλαγε σα φυλακτό απ' τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σαν να τα είχε δαρμένα.

Βλέπει ότι έχει ένα μεγάλο τσάκισμα. Κυττάζει το σχήμα του τσακίσματος: μήπως τάχα είναι το ξίφος που έσπασε μέσα στο κεφάλι του Μόρχολτ; Διστάζει, κυττάζει πάλι, και θέλει να βεβαιωθή. Τρέχει στο δωμάτιο όπου φύλαγε το ατσαλένιο κομμάτι που είχαν άλλοτε βγάλει από το κρανίο του Μόρχολτ.

Αν οι Τούρκοι δεν έπαιρναν την Πόλη, η δημοτική θα είταν πια σήμερα κλασσική γλώσσα. Η κρητική φιλολογία, που αρχινούσε τότες να λουλουδιάζη, έπεσε άμα έπεσε κ' η Κρήτη στου Τούρκου τα χέρια. Ο λαός μας όμως, ο αθάνατός μας ο λαός, δεν ξεχνούσε τη γλώσσα του· την είχε και τη φύλαγε, τη βαστούσε στα σωθικά του μέσα. Ποιος μπορούσε να μας την πάρη; Δεν της έλειπε μήτε δύναμη μήτε ζωή.

Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνοςτον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάριτην θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνάαυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.

Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.

Ένα και μονάχο στολίδι το φύλαγε ακόμα η πατρίδα του Περικλή και του Πλάτωνα, τα δοξασμένα της μνημεία και τη χαριτωμένη της γλώσσα που διδάσκουνταν ακόμα, και βέβαια και θα μιλιότανε μέσα στον «κύκλο» με κάποια αττική χάρη. Όλα της τάλλα είτανε φαντάσματα, ίσκιοι και πυροτεχνήματα, σαν και κείνα που βλέπουμε να παρασταίνουν πολέμους, παράταξες και τέτοια, θεατρικά μάλλους λόγους παιχνίδια.

Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, και χέρι χέρι ανέβηκε στ' αμάξι· κι' ο Δυσσέας με το δοξάρι βάρεσε τα ζώα, που πιλάλα μέσα απ' τον κάμπο τρέχανε να πάνε στα καράβια. Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης 515 σαν είδε τη θεά Αθηνά που βόηθαε το Διομήδη, Μον σκυλιασμένος έτρεξε μες στους σωρούς των Τρώων και σήκωσε τον Ιπποκό, πρωτάτο των Θρακώνε, γερό του Ρήσου ξάδερφο.