United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σουΈριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.

Βιάζεσαι να φύγεις για την πολιτεία, τα χέρια σου τώρα μου στέλνουνε τα φιλήματα του αποχαιρετισμού και χάνεσαι στο υγρό σκοτάδι.,, Στάσου όμως. Αν πνιγείς αυτή τη βραδειά μπορεί να μη σε ξαναβρώ πια στην πολιτεία...

Περιμένοντας να περάσει η ώρα σήκωσε το κουφάρι, που ήταν ξερακιανό και ελαφρύ σαν εκείνο μικρού παιδιού, το έπλυνε, το έντυσε, μιλώντας του χαμηλόφωνα, ανάμεσα στις προσευχές της, για να του διηγηθεί πώς έγινε η γαμήλια τελετή, πως η Νοέμι έκλαιγε την ώρα που έμπαινε στο καινούργιο, το πλούσιο σπίτι τηςέκλαιγε από ευτυχία, εννοείταιπως το σπίτι ήταν γεμάτο δώρα, πως ο κόσμος τους έραινε με ρύζι και λουλούδια μέχρι μέσα στην αυλή των νεόνυμφων, για να τους ευχηθεί καλή τύχη, πως όλοι, με λίγα λόγια, ήταν ευχαριστημένοι. «Κι εσύ έκανες τέτοιο πράγμα… να φύγεις έτσι, στα κρυφά… χωρίς να πεις τίποτα… σαν την άλλη φορά… Α, Έφις, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό… σήμερα, σήμερα ακριβώς!...»

Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια 40 έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες; Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις, σύρε! να δρόμος ανοιχτός, να πλοία στ' ακρογιάλι! 43 Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες 45 θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο.

Και τώρα; Θα πας στο Νούορο; Θα δουλέψεις; Θα ξεχρεώσεις;» «Πολλά… είναι πολλά τα λεφτά, Έφις… Πώς θα τα καταφέρωΑλλά ο Έφις του μιλούσε χαμηλόφωνα, σκυμμένος επάνω του, παραληρώντας: «Φύγε, άνθρωπε του Θεού, φύγε! Θα ήθελα να μη φύγεις, αλλά εάν εγώ ο ίδιος σου το λέω είναι γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Θυμήσου τα ωραία λόγια που έλεγες εκείνο το βράδυ.

Υποθέτω ότι δεν θα φύγεις αμέσως. Κάθισε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Στεφάνα, κρασί!» Ο Έφις όμως απομάκρυνε το ποτήρι με μια χειρονομία αποστροφής. Τέρμα το κρασί, τέρμα οι κακές συνήθειες. Εδώ και δυο μήνες νήστευε και καμιά φορά, όταν διψούσε, δεν έπινε για εξιλασμό.

Την κόρη δεν τη δίνω εγώ!... παρ' όταν πια γεράσει απ' την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ' Άργος, 30 τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου... Μα σύρε! μη μ' ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγειςΕίπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' αγρίκησε το λόγο.

Γιατί από σένα λέω εγώ κορμί πιο σιχαμένο εδώ κανένα με τους γιους δεν άραξε τ' Ατρέα, και δε σου πάει τους αρχηγούς νάχεις εσύ στο στόμα, 250 κι' όλο για κείνους μ' άτσαλα να ρητορέβεις λόγια, και στα πανιά να στέκεσαι μη βρεις καιρό να φύγεις.

Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκαΠετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.