United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυναίκες, κατελθούσαι από της ελικοειδούς ατραπού του βράχου, και νεάνιδες και παιδία με φλυαρίαν ατελείωτον προσεπάθουν να μετακομίσωσι τους σάκκους. Ο τελωνοφύλαξ, ως ιέραξ κεκρυμμένος εις το ύψος του καθήκοντός του, ητοιμάζετο με τους γαμψούς όνυχάς του να επιπέση κατά της αθώας λείας, ότε την ορμήν του ψυχραίνει γραία τις, φωνάζουσα μετά δακρύων σχεδόν.

Τα παιδία προ του ανελπίστου τούτου εμποδίου οπισθοδρόμησαν έκπληκτα, στρέφοντα αλλού την κεφαλήν Αλλ' είδον πάλιν την μητέρα των ήτις ήρχετο, βραδέως, φωνάζουσα με χαμόγελο διά να τα ελκύση καλλίτερον: — Ελάτε, μωρέ· ελάτε πίσω και δε σας πειράζω! Τα παιδία ίσταντο φοβισμένα και αμφιρρέποντα.

Ούτω δε, αβεβαία και αμφιταλαντευομένη έφθασεν εις τον πύργον. Τα παιδία δεν ήσαν και πάλιν εκεί. Τότε ετράπη προς αναζήτησίν των Η Κυρά Ρήνη ηρεύνησεν εντός του κήπου, εις τας λόχμας και τας αναδενδράδας, εδώ κ' εκεί μετά ζέσεως, ως ιχνηλάτης κύων κατά την αρχήν του κυνηγίου, φωνάζουσα ονομαστί τα παιδία. Αλλά δεν τα ήκουε πουθενά και η υποψία ήρχισε να την κυριεύη.

Κ' εκρύπτετο όπισθεν του κορμού ενός δένδρου και όταν η Μάρω τον ανεκάλυπτεν υπεχώρει εις έτερον, απώτερον, πάντοτε προχωρών εις τα ενδότερα του κήπου, από αποστάσεως εις απόστασιν διά να μη τον χάνη από τους οφθαλμούς της η κόρη, η οποία τον κατεδίωκε πάντοτε φωνάζουσα. — Δόσε μου τα χτένια μου, — δος μου τα μπερτσέμνια μου!. . .

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Πρώτον θύμα έπεσεν ο πατήρ της Βασιλικής, χριστιανός κατά τινας δε και ιερεύς. Έντρομος η θυγάτηρ, ένδεκα μόνον ετών τότε, ερρίφθη εις τας αγκάλας του πρώτου διαβάτου Τούρκου φωνάζουσα «Βοήθεια!

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα: — Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της: — Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!

Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον: Βαρύτερ' απ' τα σίδερα είνε τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κ' εγώ για μιαν αγάπη πούχα. Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ' όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν' αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου.