United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψυχή τι άλλο καρτερείς; Σε τι παντέχεις, και θαρρείς; Ως πότε με παιδεύεις. Έβγα, τι πλιο γυρεύεις! Από τα διο σου αχείλια, τ' αθάνατο νερό Πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό. Κι' εκείνος που δροσίση το στόμα μια φορά, Του χάρου ας μη φοβάται τα βέλη τα σκληρά. Αν το κορμί απεθάνει, αισθάνεται η ψυχή. Εκείνη τη γλυκάδα, που γεύτη στην αρχή.

Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του. Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους: — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται.

Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.

Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

Ο Θεός μόνο κατέχει τον καϋμό απού πήρε, μα είντα μπορεί να κάμη; είντα μπορεί να πη; Αυτή το θέλει, λέει, να πηαίνης στο σπίτι τως και δε φοβάται πράμμα, γιατί καθάριος ορανός αστραπές δε φοβάται. Μα μπορεί να πάη κιανεβουλής του κυρού τση και ταδερφού τση;

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΑυτός σ' αγαπάει πάντα; ΛΕΛΑΟι άνδρες δεν αγαπούν ποτέ. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΚαι όμως μούχες πη ότι σου υποσχέθηκε, πως όταν αποκαταστήση την κόρη του, όταν ξαναγίνη ελεύθερος και δεν θα φοβάται πια την κρίσι του κόσμου, θα ζήση πάντα μαζή σου. Δεν είναι έτσι; ΛΕΛΑΜου το είπε. Η αλήθεια είναι πως μου το είπε. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΓιατί κλαις Λέλα; ΛΕΛΑΑχ! μη μ' ερωτάς περισσότερα.

Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;

Αυτό φαίνεται πιθανόν. Πολύ καλά. Λοιπόν ο νομοθέτης τι έπρεπε να φοβάται τότε που ενομοθέτει διά την γέννησιν τούτου του παθήματος; Μήπως άραγε δι' όνομα των θεών τόρα μεν δεν είναι διόλου σοφόν να εννοήσωμεν αυτό ούτε δύσκολον να το ειπούμεν, εάν όμως ήτο δυνατόν να το προβλέψη κανείς τότε, θα ήτο ίσως σοφώτερος από ημάς ο προβλέπων αυτό; Ποίον λοιπόν εννοείς;

Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.

Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι.