United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230 και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, 'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420 «Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα• εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένειάπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη• τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425 όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα• δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 «Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία να μάθω αντην πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, και να σβυσθή δεν θέλησανταις φάλαγγαις των Τρώων, ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένωτην χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέτην πόλι πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• οι άλλοιτον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργείτα ξένα, και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώραάνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδετου Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».