United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πώς ελαχάνιασες, και πώς αναπνοήν δεν έχεις, αν σ' έμεινε αναπνοή να ‘πής πως δεν την έχεις; Μ' αυτά που προφασίζεσαι πλειότερα μου λέγεις, παρά εάν μου έλεγες εκείνα που μου κρύπτεις. Καλόν μου φέρνεις ή κακόν; Εις τούτο αποκρίσου. Μιαν λέξιν ‘πέ μου· τα λοιπά κατόπιν μου τα λέγεις. Είναι καλόν; είναι κακόν; — Ειπέ να ησυχάσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μα την αλήθειαν, περίφημα τον εδιάλεξες!

Μα πες μου, τι μαντέματα απ' τον Τροφώνιο φέρνεις, πώς θαποχτήσουμε παιδιά εμείς, και με ποιόν τρόπο; ΞΟΥΘΟΣ Δεν μ' εύρεν άξιον ο θεός το μάντεμα να πάρω και τούτο είπε μοναχά: στο σπίτι δεν θα πάμε χωρίς παιδί κ' εγώ και συ απ' το μαντείο τούτο. ΚΡΕΟΥΣΑ Ας έχουμ' έλθη για καλό, του Φοίβου θεία μητέρα! και δόσε να πετύχουμε από το γυιό σου τώρα, όπως το είπε κι' ο χρησμός, μια τύχη πειό καλή.

Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε: — Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.

ΙΟΚΑΣΤΗ Την ευτυχίαν εύχομαι και σ’ εσέ, ξένε, για την καλή σου την ευχή σ’ αξίζει. Πε μου ποια χρεία σ’ έφερεν εδώ; Τι ν’ αναγγείλης; ΑΓΓΕΛΟΣ Πολλά αγαθά στον άνδρα και τ’ αρχοντικό σου. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποια τούτα; Πες ποιος σ’ έστειλεν! ΙΟΚΑΣΤΗ Πώς θλιβερά κ’ ευφρόσυνα, όσα μας φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Έλεγαν, πως οι ντόπιοι εκεί στην Ισθμίαν κάτω θενά τον κάμουν βασιλιά του τόπου εκείνου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Κορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε, του βασιλέως και του πατρός σου, ν’ αναγγείλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν τούτο ν’ αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης, γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ’ αρρώστεια; ΑΓΓΕΛΟΣ Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Απ' την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ; Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα. Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου, Τι κάμν' η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν. Όταν εκείν' ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.

Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν.

Εγώ έλεγα πως θα τη βρω εδωπέρα. ΦΛΕΡΗΣΑιωνίως μου φέρνεις τέτοια νέα. Αιωνίως. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι φταίω εγώ; ΦΛΕΡΗΣΜε κυνηγάει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να με ιδή; Γιατί λοιπόν μούδωκε το λόγο της; Αγκαλά λόγο περιμένεις απ' τις γυναίκες του είδους της! Φταίω γω που την πίστεψα αλλοιώτικη! . . . Τώρα τρέχει πίσω μου, μου κόλλησε σαν κολιτσίδα .. . Άκουσε, Αργύρη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• από πολλή για σένα αγάπη και φροντίδα μου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μωρ' τ' είν' αυτά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει, απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαιόλα αυτά, σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις, ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.