United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε υπεχώρησε το μέρος τούτο του στρατού των Αργείων και των συμμάχων, αι δύο αυτών πτέρυγες διεσπάσθησαν ομοίως, και συγχρόνως η δεξιά των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών ανεπτύχθη και κατέστησε δύσκολον την θέσιν των Αθηναίων, οι οποίοι ευρέθησαν εις κίνδυνον από τα δύο μέρη, ένθεν μεν περικυκλωμένοι, ένθεν δε ηττημένοι· ήθελαν δε πάθη πλειότερον του λοιπού στρατού εάν δεν εβοήθουν αυτούς οι ιππείς οι οποίοι τους συνώδευαν.

Παρ' ολίγον να του είπη ότι ήτο ζωντόβολο και να την ξεφορτωθή ο μπουντάλακας, που ήθελε και παντρειά, ενώ δεν μπορούσε να διακρίνη μια νέα γυναίκα από τις γρηές και την έλεγεν αυτήν, τριάντα οκτώ χρονών γυναίκα, θεια, σαν να ήταν εξηντάρα. Αλλ' η αγανάκτησίς της υπεχώρησε σχεδόν αμέσως εις την γοητείαν την οποίαν εξήσκει εις την ψυχήν της η θαλερά νεότης του Μανώλη.

Ο Κλέων, νομίσας εις τας αρχάς ότι παρεχώρει την θέσιν του με λόγους μόνον, ητοιμάζετο να δεχθή· εννοήσας όμως ότι ούτος ήθελε τωόντι να παραδώση εις αυτόν την στρατηγίαν υπεχώρησε λέγων ότι όχι αυτός, αλλ' ο Νικίας ήτο στρατηγός.

ΕΡΜΙΟΝΗ Με εμπόδισε ο γέρων Πηλεύς, ο οποίος την επροστάτευσε. ΟΡΕΣΤΗΣ Είχες κανένα να σε βοηθήση σ' αυτόν τον φόνον; ΕΡΜΙΟΝΗ Τον πατέρα μου, ο οποίος ήλθεν επίτηδες από την Σπάρτην. ΟΡΕΣΤΗΣ Και ο πατέρας σου υπεχώρησε εις ένα γέροντα; ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, από εντροπήν. Και έφυγε και με άφησε μόνην. ΟΡΕΣΤΗΣ Ενόησα• τώρα φοβείσαι τον άνδρα σου δι' ό,τι έκαμες.

Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή.

Όλ' η νύχτα δική μας είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι θαλάσσης& όλα διαβαστά.

Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.

ΘΥΡΣΟΣ. Τούτου ένεκα λυπείται διά τας εις την τιμήν σου προσαφθείσας κηλίδας, και θεωρεί αυτάς ως ύβριν επιβληθείσαν, ουχί δε αξίας σού. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι θεός και γνωρίζει το αληθές δίκαιον. Η τιμή μου δεν υπεχώρησε, εκυριεύθη.

Τότε κατηφής υπεχώρησε, και η πρώτη αύτη πείρα της φανατικής διαθέσεως του λαού με τον οποίον είχε να πράξη μεγάλως συνετέλεσε να δηλητηριάση την όλην διοίκησίν του δι' αισθήματος υπερβαλλούσης αηδίας.

Τι έχεις; Σ' εδάγκασε; — Πονώ πολύ, επανέλαβε κλαυθμυρίζουσα. Ο Σκούντας ηγωνίζετο ναπομακρύνη τον Χόμο, όστις επί ταις απειλαίς και ταις χειρονομίαις αυτού υπεχώρησε δύο ή τρία βήματα, και επανήρχετο πάλιν εις την έφοδον. Οι γαυγισμοί δε αντήχουν εις την βαθείαν φάραγγα. Τέλος ο Σκούντας κατώρθωσε διά βροχής λίθων και βώλων γης, να τον απομακρύνη.