United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης. Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη, — Κ' εσηκώθης; . . . κ' ήρθες να ιδής; — Ξαφνίστηκα μέσ' τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου. — Μαύρο σημάδι;

Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.

Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον. Λέγω τότε κατ' εμαυτόν: — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία; Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε: — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους.

Το μόνον χωρίον, εις το οποίον ο Ιώσηπος κάμνει λόγον περί του Χριστού, βρίθει προσθηκών από τους αντιγραφείς, αν δεν είναι εντελώς υποβολιμαίον, και ουδεμία αμφιβολία ότι η σιωπή του εις το ζήτημα του χριστιανισμού είνε όσον εσκεμμένη τόσον και απαίσχυντος.

Τινές ενόμιζον την παράληψιν των καθαρμών και πλύσεων τόσον κακήν όσον και την ανθρωποκτονίαν· άλλοι ότι αι εντολαί της Μισνάς ήσαν όλαι βαρείαι, αι δε του νόμου, άλλαι βαρείαι και άλλαι ελαφραί· άλλοι εθεώρουν την τρίτην εντολήν ως ούσαν την μεγίστην πασών.

Επειδή όμως τόσον σπανίως ευκαιρώ να πάρω ένα βιβλίον, θέλω να είναι όλως διόλου της ορέξεώς μου.

Το πνεύμα των εισέτι προσεκολλάτο εις απλάς υλικάς εικόνας. Έσπευσαν να Του ζητήσουν τον άρτον τούτον τον εκ του ουρανού, τόσον απλήστως όσον η Σαμαρείτις είχε ζητήσει το ύδωρ το οποίον σβύνει πάσαν δίψαν. «Κύριε, δος ημίν τον άρτον τούτον». Ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής.

Της εφάνη σαν να ήτο νυμφευμένη με τον Ρούντυ και μάλιστα από πολλών ετών ότι αυτός ήτο εις το κυνήγιον, και αυτή εις το σπίτι, εις την κατοικίαν της, και ότι εκεί εκάθητο ο Άγγλος, ο χρυσόξανθος γενειοφόρος κοντά της! Τα μάτια του ήσαν τόσον θερμά και εύγλωττα, τα λόγια του γοητευτικά! Της έτεινε το χέρι και αυτή τον ηκολούθησε! Εβάδισαν μακρυά από το σπίτι, διαρκώς μακρύτερα!

Ωραία κυρά, της είπα, με όλον που είναι νύκτα, γνωρίζω καταλεπτώς την ευμορφιάν σου, και την εξανοίγω τόσον, που με κάνει να μείνω εκστατικός· μα στοχασθήτε την κατάστασίν μου, και πέτε την αλήθειαν αν δεν είναι πολλά κινδυνώδης; Αλήθεια, εκείνη απεκρίθη· μα ο χαμός της ζωής δεν είναι βέβαιος· επειδή και ο βασιλεύς είνε πολλά καλός, και θέλει σε συμπαθήσει· άφησε το λοιπόν τα μέλλοντα, επειδή και είναι εις το χέρι του Ουρανού, και μη στέκης συγχυσμένος διά τώρα.

Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας.