United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πατρική θέλησις εκίνησεν εις τα βάθη της την τρυφεράν φιλοστοργίαν του και διά μιας τον αποσπά οριστικώς από τον ιδανικόν κόσμον, όπου εζούσεν ελεύθερος έως τώρα, διά να τον υποτάξη εις την ανάγκην της ενεργείας.

Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνωτης εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . . — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.

Τόσον επάλληλα και τόσον υψηλά εκρήγνυνται εκεί τα κύματα, καλύπτοντα τότε άπασαν την άξενον ταύτην παραλίαν εις ύψος ικανών μέτρων και μακράν, πολύ μακράν, ως διά γιγαντιαίων ποτιστηριών διασπείροντα τον αφρόν των, όστις αποξηραίνει θλιβερώς την τρυφεράν κορυφήν της αναφυομένης εξ αγρίων ελαιών πυκνής λόχμης.

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμούΌλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν.

Προ ετών πολλών, μετά το τραγικόν τέλος του μεγάλου διερμηνέως Μαυρογένη, ο υιός του ούτος και η αδελφή του κατέφυγον εις Χίον, εις τρυφεράν έτι ηλικίαν αμφότεροι, και έζων εκεί, πλησίον της οικίας του εκ μητρός πάππου μου, όπου συχνάζοντες συνεδέθησαν διά παιδικής φιλίας μετά της μητρός μου.

Περί δε των αιτίων ουδέν κατώρθωσα να ανακαλύψω, αγνοώ δε και μέχρι της στιγμής ταύτης, διατί οι ιππόται διεφέροντο υπέρ της συλλήψεως του αγνώστου εκείνου, του φέροντος την τρυφεράν κόρην εις τους βραχίονας. Κατά τον χρόνον τούτον ο Μαλλεόρβης εισήρχετο, εξήρχετο, έμενε σύννους και σιγών.

Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια, και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δυο αίγας, ώστε, ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγωνον της μιας και της άλλης γίδας, και τότε, αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένος, θα τας ετραβούσαν επάνω.

Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!