United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα τρέχοντας στων θεών τ’ αγάλματα, τι έχω σ’ αυτούς όλα τα θάρρη μου, όταν βροντούσε η πετροχάλαζα στις πύλες· τότε δα κι ο φόβος μ’ έσυρε να προσπέσω στους θεούς το χέρι τους επάνω μας ν’ απλώσουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Εύχεσθε να βαστάξη ο πύργος των εχθρών μας τη δύναμη· δεν είν’ αυτό στων θεών το χέρι; μα λεν πως παρατούν οι θεοί πόλη παρμένη.

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Ένα εκατομμύριο δολοφόνοι καταταγμένοι σε συντάγματα, τρέχοντας από τη μια στην άλλη άκρα της Ευρώπης, σκοτώνουνε και ληστεύουνε με πειθαρχία για να κερδίσουνε το ψωμί τους, γιατί δεν υπάρχει επάγγελμα εντιμότερο απ' αυτό.

Λυπητερό θέαμα και σπαραχτικό· το θεϊκό πανηγύρι που χρόνια και χρόνια δόξαζε την Ελλάδα να καταντάη είδος «μεϊντάνι» για να ζητιανεύη ένας Νέρωνας τη δόξα από ταπεινωμένο και ξεφυλισμένο λαό. Βγήκε τότες αγέρωχα ο Νέρωνας με το «άρμα». Τρέχοντας όμως πέφτει χάμω, και τύχη του που δεν τούσπασε το κεφάλι. Ίσως για να ταπεινωθή ακόμη πιώτερο ο λαός, και ναναγκαστή να του δώση της ελιάς το στεφάνι.

Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει, 65 και μια του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι, π' αντίκρυ ο στόκος πρόβαλε, στο κόκκαλα από κάτου, κατά τη φούσκα. Κι' έπεσε στο γόνα ξεφωνώντας, και χάρος κατασκότεινος του σφάλησε τα μάτια.

Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη, γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνεΕίπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, 55 τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι.

Α, πόσο αμαρτωλός ήταν ακόμη! «Νομίζεις ότι ο ντον Πρέντου είναι εκεί;», ρώτησε στρέφοντας πριν βγει. «Εγώ είμαι εδώ, δεν είμαι εκεί, μπαρμπα-Έφιςείπε η Γκριζέντα τρέχοντας γελαστή προς το μέρος του «και δεν μπορώ καν να πω: πάω να δω, γιατί οι κυράδες σου διπλομανταλώνουν την εξώπορτα όταν με βλέπουν

Ήτον και άλλο άξιον περιεργείας εκεί, ήγουν αντί να εξέρχεται ο ποταμός από το βουνόν, και να τρέχη εις την θάλασσαν ήτο όλον το εναντίον, από την θάλασσα δηλαδή εχωρίζετο ένας μεγαλώτατος και ορμητικώτατος ποταμός, τρέχοντας προς το περιγιάλι, και εκεί εβυθίζετο μέσα εις ένα σκοτεινόν σπήλαιον, του οποίου το στόμα ήτον υψηλότατον και πλατύτατον όλον το διάστημα του περιγιαλιού ήτον γεμάτον από καραβοτσακίσματα και κόκκαλα των εκεί ναυαγησάντων.

Και τώρα τρέχοντας μ’ αυτούς απάνω κάτω τους δρόμους σας σκορπάτε στο στρατό δειλία λιγόψυχη με τις φωνές σας και προκόβουν έτσ’ οι εχθροί μας μια χαράν απ’ αφορμής σας και μέσα εμείς χαλιόμαστε συναπατοί μας. Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκ’ ας μη φροντίζη για τα όξω· μεσ’ ας κάθεται, καν δίχως βλάβη.

Καλοστρώνουνται οι φίλοι, μέσα στον κάμπο του Ασκυφού, και μας απαντέχουνε να κατεβούμε να τους προσκυνήσουμε. Εμείς πάλε είπαμε, παρά προσκύνημα κάλλιο την τέχνη μας την παλιά. Όλη νύχτα την περάσαμε τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια από τα χωριά. Ως και στο Μαλαξά στείλαμε και φωνάξαμε τους μερικούς Ασκυφιώτες, που φύλαγαν εκείνο το κάστρο, νάρθουν κι αυτοί.