United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι.

Παίζει το μάτι μ' το δεξί· μήπως την ανταμώσω; Θα γύρω δίπλα στη φτελιά και θε να τραγουδήσω κ' ίσως γυρίση να με 'δη· δεν είνε δα από πέτρα. Την Αταλάντη θέλοντας να πάρη ο Ιππομένης, παράβγηκε στο τρέξιμο κ' είχε στα χέρια μήλα, κ' ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ' εκείνη.

Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε.

Των παιδιών ταιριάζουν κυνήγια, παιχνίδια, περίπατοι, και να ρίχνουν στο σημάδι και να πηδούν στις τρεις, και να παραβγαίνουν στο τρέξιμο και στο κολύμπι, και να παλεύουν, και να ρίχνουν το λιθάρι, και να καβαλικεύουν άλογα. Άμα τα παιδιά δεν τα κάνουν αυτά μονάχα τους, πρέπει οι γεροντότεροι να τους κεντούν και να τους σπρώχνουν σ' αυτά.

Και με το σύγκαιρο σπρώξιμο τόσων στηθών το πλοίο εστέναξεν, εταλαντεύθη κ' εγλύστρησε τέλος στα νερά σαν πάπια μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του. — Καλοτάξειδο, καπετάν Μαλάμο, καλοτάξειδο! και το καρφί του μάλαμα! εφώναξεν ο ναυτόκοσμος βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα. Μα εκείνη την ώρα ένα παιδί στο τρέξιμό του εχτύπησε κάπου κ' επλατάγισε λειπόθυμο στα νερό.

Λείπει θα πης το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τάλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κ' εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κ' εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές.

Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια, λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα 265 δώδεκα, π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία. Φτωχός δε θάναι ο άθρωπος που θε του πάνε τόσα, άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του αν έχει όσα του κέρδισαν τ' αλόγατά του πλούτη.

Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.

Πού ο γέρος του πατέρας στη μάχη δεν τον άφινε να βγει, τι στερνοπαίδι τον είχε ακριβογέννητο και πιο τον αγαπούσε· 410 μα τότε αφτός απ' αμιαλιάζητώντας γοργοσύνη να δείξει, τι στο τρέξιμο κάθε άλλο νιο νικούσεπιλάλαε με τους μπροστινούς ως που τον ήβρε ο χάρος.

Εκεί από δίπλα πέρασαν τρεχάτοι, κυνηγώντας, φεβγάλα ο άλλοςκι' έφεβγε μπροστά 'να παλικάρι, μα πιο παλικαράς πολύ τον κυνηγούσε πίσωμε βια, τι δα δεν είχανε σφαχτάρι ή βοϊδασπίδι στο μάτι, που βραβεία οι νιοί στο τρέξιμο κερδίζουν, 160 μον έτρεχαν για την ψυχή του ξακουσμένου Εχτόρου.