United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πήρες στο λαιμό σου κι' αυτή....» του φώναζαν από πάνω από τις πεζούλες. Πήγαινε να μεταλάβη τη Μεγάλη Παρασκευή ο Λαζαράκης, μέσα στο ασκέρι, κι' ο παππάς τον αγριοκύτταζε: «Σήμερα βρήκες και συ, χριστιανέ μου, την μέρα να κοινωνήσης; Δεν ερχόσουν την πρώτη βδομάδα .... » τούλεγε. Και ο Λαζαράκης κατάπιν' έναν αναστεναγμό κ' έφευγε.

Τον αγαπάει αλλοιώτικα, με μια φωτιά πιο άγρια που της πίνει όλη τη δροσιά- Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κ’ έβγαζε ταχτικά ίσαμ’ οχτώ δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε τούδωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κ’ έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που τούλεγε η καρδιά του, να στεφανωθή τη Βεργινία.

Ο Αγαθούλης ακούοντας όλες τους τις περιπέτειες θυμότανε ό,τι τούλεγε η γριά, όταν ερχότανε στο Βουένος Άυρες, και το στοίχημα που έβαλε, πως δεν υπήρχε κανένας μέσα στο καράβι, που να μη του συνέβηκαν οι πιο μεγάλες δυστυχίες. Συλλογιζότανε τον Παγγλώσση σε κάθε περιπέτεια, που του διηγόντανε. — Αυτός ο Παγγλώσσης, έλεγε μέσα του, θα δυσκολευότανε ν' αποδείξη την αλήθεια του συστήματός του.

Έβλεπε να καταπίνη ξύλα κι ό,τι ετύχαινε στο ρέμα της· να χάνωνται μαφρούς τα νερά, να βυθίζουν στη μέση της. Ρώτησε ο Αργύρης μαπορία και τρόμο κι άλλους Αρκαδινούς τσοπάνηδες και καθένας τους τούλεγε και μιαν άλλη ιστορία.

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που τούλεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα-πέρα το νησί. Αγαπούσε και ταστεία ο πανιερώτατος και τάλεγε μια χαρά. «Ανάθεμά τον! Θεέ μου, συχώρεσέ μου! » — Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς.

Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.

Μα ο Νίκος άκουγε κι άλλα δικά του μαζί μ'εκείνα που τούλεγε η Λιόλια. . κ' ήτον τόσο τρομερά απ'την πολλή τους γλύκα αυτά που άκουγε, τόσο αβάσταχτα, που πετάχτηκε απάνω ορθός- Πάμε, πάμε ! είπε, τινάζοντας τα ψίχουλα απ’ το πανωφόρι του.

Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.