United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάσχισεν όμως με κάθε τρόπον φρονιμάδας να επιτύχη την αγάπην του αδελφού του, την οποίαν και επέτυχεν. Ο Αϊδήν, κινούμενος από υπερβολικήν αγάπην και φυσικήν κλίσιν προς τον αδελφόν του, ηθέλησε να μοιράση το βασίλειον με τον αδελφόν του· όθεν και του έδωσεν όλον το βασίλειον της μεγάλης Ταταρίας.

Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.

Δεν επεριμέναμεν από τον μεγαλόψυχον Αμλέτον ότι, έστω και διά να σώση την ζωήν του, ως αναγκαίαν εις την εκπλήρωσιν της εντολής του, ήθελε δολοφονήση, ως εδολοφόνησε, τους δύο συμμαθητάς του· αλλά περισσοτέραν φρίκην μας προξενεί η επιμονή, με την οποίαν προσπαθεί να δικαιολογήση εις τον φίλον του το σατανικόν κατόρθωμά του και η πεποίθησις, οπού αυτός φαίνεται να έχη, ότι έλαβεν εις τούτο συμβοηθόν την Θείαν Πρόνοιαν.

Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά να υπάγουν εις άλλο βασίλειον.

Φθάνοντας λοιπόν εις το Μπαγδάτι επήγεν ευθύς εις τον τόπον, όπου εσυνάζουνταν οι πραγματευτάδες μήπως και ιδή εκείνον που εφιλοδώρησεν εις την Μπάσραν, διά να του διηγηθή τες δυστυχίες του· όμως εθλίβη κατά πολλά, που δεν ημπόρεσε να τον ιδή· εγύρισεν όλην την χώραν μα δεν εστάθη τρόπος, που να ημπορέση να τον συναπαντήση.

Ο ποιητής που προσμένουμε θα μιμηθή την αθρώπινη ψυχή και τη φύση που θα βλέπη μπροστά του· έτσι έκαμαν όσοι έγραψαν ύστερα από τους αρχαίους στην Εβρώπη και βγήκαν ίσιοι με κείνους. Για να γράψη κανείς την εθνική του γλώσσα, δε χρειάζεται διόλου να είναι έξοχος νους, ή να βγη αμέσως φωστήρας· φτάνει να ξέρη λίγη γραμματική.

Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!... Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του. Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας.

Ήθελεν είνε αδύνατον να διηγηθή τις, ποίας λογής ήτον εις τούτο το θέαμα ο πόνος του βασιλέως, και με όλον που είχε τάξει την σιωπήν με όρκον της βασίλισσας, ολίγον έλειψε που να μη τον χαλάση, διά να ονειδίση την ωμότητά της· εστάθη όμως στενεμμένος να αναμερίση, φοβούμενος να μη της φανερώση την θλίψιν του· και ούτως επήγε και εξανακλείσθη εις τον χοντζερέ του, και δεν έκαμνεν άλλο, παρά να οδύρεται, και να κλαίη το κακόν τέλος των τρυφερών του παιδιών.

Εις την εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος έξαφνα έρχεται να τον διακόψη αίσθησις πληκτική και τον εξαγριόνει· νομίζει ότι ακούει την φωνήν του αδελφοκτόνου ο οποίος κρύβεται αυτού διά να μάθη το μυστικόν του· σκέψις εδώ δεν μεσολαβεί· ήλθε, νομίζει, η στιγμή να εκτελέση την φοβεράν εντολήν του, και κάμνει τον φόνον, ως να εφόνευε δειλόψυχον και κακοποιόν ερπετόν· και ήδη πιστεύει ότι η τιμωρία έγινε· ο κακούργος κείται αυτού νεκρός· μόνον της μητρός του η κραυγή του δίδει αφορμήν να επιζητήση την λύσιν φοβεράς απορίας, η οποία απ' αρχής εβασάνιζε την φιλόστοργον καρδίαν του, δηλαδή μήπως η μητέρα του συνέπραξεν εις τον φόνον του πατρός του· διά τούτο την δοκιμάζει με απότομον σκληρόν υπαινιγμόν·

Τότε το Τελώνιον θυμωθέν από τοιαύτα λόγια ετάραξε το αγγείον και επάσχισε με κάθε τρόπον να έβγη, αλλά το σημείον της σφραγίδος του Σολομώντος το εμπόδιζε· και άρχισε να προσποιήται και να κολακεύει με λόγια τον ψαράν, λέγοντάς του· φυλάξου να μη κάμης αυτά που είπες διότι εγώ δεν είχα γνώμην να σε θανατώσω.