United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν αυτός στον καιρό του Βασιλίσκου αγαπητικός της θειας του της Ζηνωνίδας, της γυναίκας του Βασιλίσκου. Είπανε μάλιστα πως ο ίδιος ο Βασιλίσκος τους άφινε και περνούσαν αντάμα τις ώρες τους, ώσπου αγαπήθηκαν τόσο, που μήτε στον κόσμο μπροστά δεν μπορούσαν πια να βασταχτούνε παρά κάμνανε «μάτια» ανάμεσα τους.

Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.

Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.

Ο Αρχιμήδης βεβακχευμένος υπό της χαράς έκραζεν « Ε ύ ρ η κ α!» μετά του προβλήματος την λύσιν, ο δε μοναχός περιέτρεχε τας στοάς του Μοναστηρίου κράζων « Δ ύ ν α μ α ι!» μεγάλη τη φωνή. Από της ημέρας εκείνης κατελήφθη από παραδόξου μονομανίας, ην ούτε η μάστιξ ούτε η ξηροφαγία ούτε η ψυχρολουσία ούτε άλλη τις του καλογηρικού φαρμακείου συνταγή ηδυνήθη να θεραπεύση.

Τις μέθησε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κ' έπιασε καθεμιά τους απ' ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή. Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσοπλούμιστη η ταρμπούκα, ξέννοιαστη και βουβή.

Εξ εκείνων όμως των ζώων ουδέν αναπνέει, αλλ' όμως αισθάνεται την οσμήν. Εκτός εάν υπάρχη άλλη τις αίσθησις παρά τας πέντε. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι η αίσθησις της οσμής είναι η όσφρησις. Εκείνα δε αισθάνονται την οσμήν• ίσως όμως ουχί κατά τον αυτόν τρόπον.

Κάθε χρόνο η άνοιξη την αναστάτωνε: τα όνειρα της ζωής ξανάνθιζαν μέσα της, όπως τα ρόδα ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν μια περίοδος κρίσης, μια αδυναμία που θα περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία της να ταξιδεύει σπρωγμένη από τη νυσταλέα ηρεμία που λίμναζε ολόγυρα, στην κόκκινη από της παπαρούνες αυλή, στο σκιερό από κάποιο περαστικό σύννεφο Βουνό, σε όλο το χωριό που οι μισοί του κάτοικοι ήταν στο πανηγύρι.

Μήπως και σε σένα συνέβη κάτι τέτοιο; Όχι, Λέαινα, είπε• εγεννήθηκα ομοία με σας τις άλλες• αλλ' ο χαρακτήρ μου και η επιθυμία μου και όλα μου τα άλλα είνε ανδρικά, Και σου αρκεί η επιθυμία; της είπα. Αν δεν πιστεύης Λέαινα, μου είπε, έλα εδώ και θα βεβαιωθής ότι δεν είμαι εις τίποτε κατωτέρα από τους άνδρες. Διότι έχω και κάτι αντί εκείνου που έχουν οι άνδρες. Αλλά έλα κοντά και θα δης.

Έτσι είπε, και διπλόβουλα λογάριασε ο Διομήδης να φέρει γύρα τ' άλογα κι' απάνου ναν του πέσει· τρεις το λογάριασε φορές μες στης καρδιάς τα βάθια, και τρεις βροντάει του Κρόνου ο γιος απ' τις κορφές της Ίδας, 170 στους Τρώες νιώσμα δείχνοντας μονοκερδίστρας νίκης.

Κατεβλήθη, και το γόνυ του εχθρού του ετέθη επί του στήθους του. Η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας, επτοημένη, έξαλλος, ηθέλησε να πλησιάση. Αν την έβλεπεν ο Τρέκλας, τις οίδε, ίσως έμελλε να την εκλάβη αντί της γυναικός αυτού. Ευτυχώς όμως η Αϊμά είχε στρέψει προς αυτόν τα νώτα. — Διά τον Θεόν! επανέλαβεν η Αϊμά, τι έχετε; Ο Τρέκλας ήκουσε την φωνήν ταύτην, και αυτομάτως εστράφη.