United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οκτώ ημέρες υστερώτερα έρχεται ένας ευνούχος, ονόματι Καμπούρ, και μου βάνει μίαν γραφήν εις το χέρι, και ευθύς μισεύει· ανοίγω την γραφήν και βλέπω ότι η Τζελίκα με τες σκλάβες της με εκαλούσαν, εκείνην την βραδειάν να ευρεθώ εις τον κήπο με τον ίδιον τρόπον που είχα ευρεθή την άλλην φοράν.

Αχ, Κυρά της αποκρίθηκα εγώ, διατί εις το μέσον της αγαλλιάσεώς μας φαντάζεσαι πράγματα θλιβερά χωρίς αιτίαν; Ετούτα που εγώ στοχάζομαι απεκρίθηκεν αυτή, δεν είνε στοχασμοί εις τον αέρα, μα είνε θεμελιωμένοι, και βέβαιοι, και εγώ μόνη ηξεύρω εκείνο που θέλει με βασανίσει· η βασιλοπούλα Τζελίκα σε αγαπά κατά πολλά· η οποία γλήγορα θέλει, λύσει την σιωπήν της, και θέλει σου φανερώσει την ευτυχίαν σου, και οπόταν αυτή θέλει σε κηρύξει αγαπητικόν της, εσύ εξ αποφάσεως διά την ευτυχίαν σου θέλεις αφήσει εμένα μην ημπορώντας να κάμης αλλέως, διά την τιμήν που μέλλεις να λάβης από αυτήν και τούτη είνε η θλίψις που απαντυχαίνω.

Εσύ βλέπεις, ω Ταλμούχ, μου λέγει η Τζελίκα, εσύ βλέπεις την αληθή Καλεκάρην, της οποίας επιστρέφω το όνομά της, και εγώ παίρνω το εδικόν μου· δεν θέλω πλέον να κρυφθώ το ποία είμαι, αλλ' ούτε να κρύψω την χρήσιν της αποκτήσεως που έκαμες· εγνώρισα λοιπόν όλην σου την σταθερότητα, και την αγάπην σου, διά την οποίαν είμαι βεβαία, πως θέλει σου είνε εις μεγάλην σου αγαλλίασιν και δόξαν, ότι μία βασιλοπούλα σε αγαπά.

Ύστερα δε από αυτό η Τζελίκα έβαλε την Καλεκάρην και επήρεν ένα όργανον, και λαλώντάς το ετραγούδησε με τόσην νοστιμάδα, που ετελείωσε να με αποπαλαβώση, και μη ημπορώντας να υποφέρω πλέον αλησμόνησα το πού ήμουν, και έπεσα εις τα πόδια φερόμενος από την αγάπην και από την αγαλλίασιν. Ετούτο το κάμωμά μου εξανάδωσεν αιτίαν διά να γελάσουν οι λοιπές, εις τρόπον που δεν ημπορούσαν πλέον.

Τότε μία σκλάβα γραία έρχεται και μας δίνει την είδησιν πως ήτον κοντά να γένη ημέρα, και η Τζελίκα εν τω άμα εσηκώθηκε με όλες τες άλλες και ανεχώρησε, και εμένα μ' επήρεν εκείνη η γραία σκλάβα και με έβγαλεν από μίαν πορτοπούλαν, και ευρέθηκα εις την στράταν έξω από το βασιλικόν παλάτι.

Τίποτε δεν ημπορώ να σου αρνηθώ μου είπεν η Τζελίκα, μα προβλέπω πως θέλει μας προξενηθή μεγάλη δυσαρέσκεια. Όχι, βασίλισσά μου, της είπα, μη φοβάσαι από αυτόν κανένα εναντίον, και στάσου ήσυχα επάνω εις του λόγου μου. Τελειώνοντας ετούτα τα λόγια έκραξα τον Φακύρην και τον επαρουσίασα εις την βασιλοπούλαν.

Η Τζελίκα μού εζήτησε το όνομα, και πόσον καιρόν ήμουν τζοχαντάρης και δίδοντάς της την απόκρισιν, μου είπε· Ταλμούχ, θέλω να είσαι ελεύθερος, και να μιλήσης χωρίς αντίρρησιν, και χωρίς να στοχασθής πως είσαι εις το χαρέμι το βασιλικόν, κάνοντας λογαριασμόν να είσαι με ανθρώπους απλούς· θεώρησε με επιμέλειαν όλες ετούτες τες νέες, και εξέταξε καταλεπτώς, και με όλην την ελευθερίαν ειπέ ποία από ημάς σου αρέσει καλύτερον.

Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.

Αγαπώμενος από την βασιλοπούλαν, και φανταζόμενος μίαν ακριβήν ενθύμησιν, διά τα όσα αυτή μου έταξεν, εδόθηκα εις άκραν αγαλλίασιν τες ακόλουθες ημέρες, και τότε αληθώς ημπορούσα να λογισθώ ότι ήμουν ο πλέον ευτυχής άνθρωπος του κόσμου, και δεν έβλεπα την ώραν πότε να μεταϊδώ την αγαπημένην μου Τζελίκαν· και εις καιρόν που είχα αυτήν την επιθυμίαν, ακούω να λέγουν ότι η Τζελίκα ήτον άρρωστη, και ύστερα από δύο ημέρες απέθανεν.

Η Τζελίκα έμενε μεγάλως θυμωμένη διά την αυθάδειαν του Φακύρη, και αμπώχνοντάς τον του λέγει· Τρισάθλιε, σου έπρεπε διά την τόλμην σου να βάλω τους σκλάβους μου να μη σου αφήσουν κόκκαλον εις το κορμί γερόν· μα το σέβας που φέρω εις τον φίλον σου, με εμποδίζει να το βάλω εις πράξιν. Και έτσι λέγοντας εμπουλώθη και εβγήκεν θυμωμένη από τον χοντζερέ μου.