United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Δεν τολμούσε, κυρίως επειδή δε ζητούσαν τη γνώμη του, έπειτα γιατί δεν ήθελε να έχει ενοχές∙ επιθυμούσε όμως να έλθει το παιδί. Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας. Μετά το θάνατο του ντον Τζάμε είχε μείνει με τις τρεις κυρίες για να τις βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα με τις μπερδεμένες τους υποθέσεις.

Η ντόνα Νοέμι είναι κοπελίτσα, αρραβωνιασμένη με τον ντον Πρέντου και ο ντον Τζάμε, που ακολουθεί κι αυτός την λιτανεία, κάνει, όπως πάντα, τον θυμωμένο, αλλά είναι πολύ ευχαριστημένος….. Όμως η ψαλμωδία των γυναικών σταμάτησε και μερικές σηκώθηκαν για να φύγουν.

Και να που σιγά σιγά όλα μαζεύονται τριγύρω, περνούν μέσα από τις σχισμές, όπως οι αχτίδες του φεγγαριού: είναι η ντόνα Μαρία Κριστίνα, όμορφη και ήρεμη σαν αγία, είναι ο ντον Τζάμε, κόκκινος και βίαιος σαν το διάβολο, είναι οι τέσσερις θυγατέρες που στο χλωμό τους πρόσωπο έχουν την ηρεμία της μητέρας τους και βαθιά μες στα μάτια τους τη φλόγα του πατέρα, είναι οι υπηρέτες, οι υπηρέτριες, οι συγγενείς, οι φίλοι, όλος εκείνος ο κόσμος που πλημμυρίζει το πλούσιο σπίτι των απογόνων των Βαρόνων της περιοχής.

Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούςφώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι

Ο κόσμος είπε πως μπορεί ο ντον Τζάμε να είχε τσακωθεί με κάποιον που τον σκότωσε χτυπώντας τον με ξύλο, αλλά με τον καιρό αυτή η φήμη έπαψε και υπερίσχυσε η βεβαιότητα ότι πέθανε από συγκοπή εξ αιτίας της φυγής της κόρης του. Η Λία στο μεταξύ, ενώ οι ατιμασμένες από τη φυγή της αδελφές της δεν έβρισκαν γαμπρό, έγραψε αναγγέλλοντας το γάμο της.

Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.

Ο ίδιος ο ντον Τζάμε θα έρθει να με πάρει, όπως το είχαμε συμφωνήσει όταν ήμασταν παιδιά. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί. Και στο δρόμο θα του πω να μη σταματήσει εκεί που έπεσε, εκεί που τον σκότωσες, και να σε συγχωρήσει για την αγάπη που έδειξες για τις κόρες του. Θα σε συγχωρήσει. Έφις∙ αρκετά σήκωσες το βάρος. Κι εσύ όμως Έφις, σώσε την Γκριζέντα μου. Θα χαθεί.