United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για φάτε φίλοι, και μην τραβιέστε, Πώς θα χωνέψτε, μην συλλογέστε. Αλέθει ο μήλος; ρίξτου να αλέση Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέση. Μον άντα τρώτε, να φυλαχτήτε, Να μη γελάτε, να μη πνιγήτε·, Κι' αγαλιγάλι, μη λαιμαργάτε, Εσείς που είστε θελά ταις φάτε. Μη έτζι αφύσικα, και όλοι αντάμα, Σαν τ' άγρια όρνια στο ψόφιο πράμμα. Με τάξι πάρτε, με την αράδα, Για να πεικάστε και νοστιμάδα.

Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165 τ' ωραίο πλοίον έφθασετην νήσο των Σειρήνων ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170 κάτωτο πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια• και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175 και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων• εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαντο κατάρτι ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180 και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, 'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι• «ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185 ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος• τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190 και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμετην γη την πολυθρέπτρα».

Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι. — Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

Ο ξένος ξένα περπατάει, τηράει και βλέπει ξένα, Το φίλο που γνωρίζεται γυρεύει στα χαμένα. Παρακαλώ σε, Φύλλι μου, το γράμμα μου σα λάβης, Τον πεδεμό του ξένου σου καλά να καταλάβης. Κι' ένα προς ένα, ως βρίσκουνται αραδικά με τάξι, Να βάλης την καρδούλα σου βαθιά να τα ξετάξη. Για να αιστανθή τον πόνο μου, και να με συμονέση, Να δώκη την απόκρισι χωρίς ν' αργοπορέση.

Με ωραία τάξι έρχονται οι σιτιστές και οι πεταλωτές, οι μάγειροι κι' οι οινοχόοι, έρχονται οι γραφιάδες, έρχονται οι οδηγοί των σκυλλιών κρατώντας λαγωνικά κι' άλλα σκυλλιά, έπειτα οι γερακοτρόφοι κρατώντας τα πουλιά στο αριστερό χέρι, έπειτα οι κυνηγοί, έπειτα οι ιππότες και οι βαρώνοι.

Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξι του πολέμου Ν' αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου, Το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία, Σε απορία βρέθησαν και σε απελπισία. Πηδάν με βια από τα νερά και σ' ένα μέρος τρέχουν· 285 Και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν. Και εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι, Από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει.

Όλα σε τάξι τάβαλεν ο Φοίβος με σοφία: εγέννησες ανώδυνα κανείς να μη σε νοιώση• μετά τη γέννα έβαλες στα σπάργανα το γυιό σου κ' εκείνος στέλνει τον Ερμή εδώθε να τον φέρη, και μόνος του τον έθρεψε μην τύχη και πεθάνη. Και τώρα κράτησε σιγή• μην πης πως εγεννήθη τούτο το τέκνο από σε και άφησε τον Ξούθο να παίρνη ευχαρίστησι μ' εκείνο που νομίζει.

Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 «Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδητο σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».