United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάειτον Ασπροπόταμο.

Σα να πήγαιναν τάμμα στην εκκλησία : λαμπάδα σε κανέναν Άγιο θαματουργό, κάποιο είδωλο από πολύτιμο κερί ζυμωμένο με μύρα κι αλόη για κάποια θεϊκή λύτρωση-έτσι έδειχνε ο δίσκος, ο στολισμένος με τα πορτοκάλλια και τα γαρούφαλα, με τανθρώπινο το κερί πλαγιασμένο μέσα του. . . Και σταλήθεια το κερί, το βγαλμένο απ’ τα βάθη του είναι τους κι απ’ της ψυχής τους τον πόνο και τον πόθο, το πήγαιναν τώρα ο Νίκος κ' η Λιόλια να ταπιθώσουνε στα πόδια της νεκρής της Βεργινίας, που ο ήσκιος της ζητούσε δικαιοσύνη.

Το βιος του Κροίσου ας είχα εγώ, να κάνω και τους δυο μας χρυσοπλασμέν' αγάλματα, τάμμα στην Αφροδίτη, Εσύ σουραύλι να κρατής τριαντάφυλλο είτε μήλο κ' εγώ με πέδιλ' αλαφρά το χορευτή να κάνω. Τα πόδια σου αλαφροπατούν κ' είνε γλυκειά η φωνή σου, για τους καλούς τους τρόπους σου παινέματα δε βρίσκω. ΜΙΛΩΝ Δεν ξέραμε πως τραγουδεί τόσο καλά ο εργάτης. Αρμονικά τα ταίριασε τα λόγια του στις ρίμες.

Θάκανα και το τάμμα που έχωτη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με μπαλώματα . . .

Όμως καλά στοχάσου· Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης, Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης. Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.

Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

Στάσου φρονιμώτερος, μήπως παραβής το τάμμα πώκαμες. ΦΕΡΔΙΝ. Σε βεβαιώνω, κύριε, ότι το λευκό, ψυχρό, παρθενικό χιόνι πρααίνει τη φλόγα απάνου στην καρδιά μου. ΠΡΟΣΠ. Καλά. Έλα, Άριελ· καλύτερα να περισσέψουν πνεύματα παρά να λείψη ένα· φανερώσου, και ζωντανά. Σιωπή· κυττάζετε· σιγάτε. Ακούεται γλυκεία μουσική. Μπαίνει η ΙΡΙΣ.

Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα, Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα. Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ. Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό. 'Στήν άκρη του γιαλιού ξανθή καθέται κόρη Κι' ωρηόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού του γάμου της κανίσκι, Την θάλασσα κεντάει με τα νησιά της όλα.

Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν. Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.