United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνήσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος.

Πρέπει να είταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Παναγής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψη. Ο πάτερ Παΐσιος είταν καθώς είπαμε Ηγούμενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν είτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ' άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του τόκαμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια.

Τον πέρνει το κατόπι ο Κωσταντίνος, και τις 10 του Σεπτέβρη τονέ σπάνει μια και καλή. Φεύγει τότες ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, και για χάρη της γυναίκας του σκόπευε ο Κωσταντίνος να τον αφήση ήσυχο. Μα δε σύχαζε ο γαμπρός του. Τότες κι ο Κωσταντίνος, που καθώς είπαμε δεν πολυέπαιρνε από χριστιανικές μακροθυμίες, τον κρέμασε και γλύτωσε από τα βάσανά του.

Τώρα να δούμε και με τι τρόπο άλλος θεομπαίχτης, ο φίλος του ο Ευσέβιος της Νικομήδειας, εκεί που σύχαζε ο τόπος ύστερ' από τους κανονισμούς της Νίκαιας, κατόρθωσε να τον κάμη του χεριού του τον Αυτοκράτορα, με σκοπό να ξαναφέρη πίσω τον ξορισμένο τον Άρειο.