United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αλλαγή αυτή τη σκεδιάσαμε όταν ακόμα δεν υποψιαζόμαστε πως μπορούσε να συμβή ό,τι μας συνέβηκε τώρα, και πατήσαμε το καινούριο σπίτι μας μ' ένα αίστημα φόβου για το χειμώνα, που έφτανε. Ωστόσο γνωρίσαμε δω τις πρώτες μέρες της ανακούφισης και της γαλήνης μέσα στον πόνο. Μετανοιώσαμε χίλιες φορές που κάμαμε το ταξίδι και σύραμε μαζί τον πόνο μας για να τον δείξουμε στον ξένον κόσμο.

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 κ' εγώτα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, πρώτατην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 καιτο διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 οι αθάνατοι, και μ' έφεραντην ποθητή πατρίδα. αλλ' άκουσέ με, θέλησετο σπίτι μου να μείνης, ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».

Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτωτο περιγιάλι, πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι, έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία, κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5 και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, 'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10 και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα. και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου. η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων• νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15 ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη, ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη• αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.