United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γριά θυμωμένη κι αυτή τόρα επέμεινε, έβριζε: — Μούρθατε για το πεντόφραγκο, να σύρ' τε τον κόσμο στα μπουντρούμια, σα να μην αφεθήτε ποτές και σεις. Φορέσατε το στέμμα για να βασανίζετε τον κόσμο, πεντοφραγκάδες!... Και η μορφή της είχε γίνη άγρια, δαιμονισμένη, φριχτή.

ΑΜΛΕΤΟΣ Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, τι' ναι τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ μου συ τι τρέχει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μ' ελησμόνησες; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο· η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμωςοπού να μην ήταν! — είσαι η μητέρα μου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν άλλους θα βάλω να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.

Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει· 435 πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον, έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα, και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο

ΕΡΜ. Τι θ' απαντήσσης λοιπόν εις αυτά, Σύρε; ΣΥΡ. Ο αγών τον οποίον αγωνίζομαι ενώπιόν σας, ω άνδρες δικασταί, είνε δι' εμέ απροσδόκητος• διότι τα πάντα ηδυνάμην να περιμένω, αλλ' όχι και ν' ακούσω τον Διάλογον να είπη τοιαύτα περί εμού.

Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάειτον Ασπροπόταμο.

Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».