United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και παρεδέχθη ότι είχα δίκαιον εις όσα έλεγα. — Έπειτα δε βεβαίως, εάν οι φίλοι του τον παίρνουν διά συμβιβαστήν εις τας μεταξύ των φιλονεικίας και εάν η πατρίς τον καλή ως διαιτητήν ή ως δικαστήν και έχη την ανάγκην του, δεν είναι εντροπή δι' αυτόν, αγαπητέ σύντροφε, να γίνη φανερός ότι δεν είναι διά τίποτε, ότι είναι δεύτερος ή τρίτος εις τα ζητήματα αυτά εις τα οποία έπρεπε να είναι πρώτος;

Ω Περικλέτο, σύντροφε του Φάουστ Φασουλή, εσ' είσαι, βρε, που έκανες τον Μεφιστοφελή, κι' εγώ τοσαύτα σοβαρά εμπρός σου εξιστόρησα;... φτου! να χαθής, παληάνθρωπε... καθόλου δεν σ' εγνώρισα. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Και συ ο Φάουστ 'πίστεψες πως είσαι, Φασουλή, και πως αλήθεια 'γέρασες;... με άσπρα γένεια ψεύτικα και δανεικό μαλλί για Μαθουσάλας 'πέρασες.

Και μετάνιωνε για την ντροπή του. Στο πλάι του ο σύντροφός του συνέχιζε να ζητά ελεημοσύνη απαγγέλλοντας ή απευθυνόταν σ’ εκείνον για να τον ακούνε οι περαστικοί: «Τι κάνουμε εμείς σ’ αυτή τη ζωή, που είμαστε βάρος στους σπλαχνικούς ανθρώπους που μας δίνουν ελεημοσύνη;» «Τι κάνουμε, αδελφέ μου;» «Λοιπόν, σύντροφέ μου, όλα γίνονται με τη θέληση του Κυρίου: εμείς είμαστε όργανα κι Εκείνος μας χρησιμοποιεί για να δοκιμάσει την καρδιά των ανθρώπων, όπως ο χωρικός χρησιμοποιεί την τσάπα για να σκάψει τη γη και να δει αν είναι γόνιμη.

Καερδέν, ωραίε σύντροφε, στη φιλία μας, στην ευγένεια της καρδίας σου, στη συμμαχία μας, σε παρακαλώ! Κάμετε προς χάρι μου αυτό το τόλμημα, κι' αν της πας το μήνυμά μου, σκλάβος σου θα γίνω και θα σ' αγαπώ πειο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους». Ο Καερδέν βλέπει τον Τριστάνο να κλαίη, ν' απελπίζεται, να θρηνή.

Σωκράτης. Ω δυστυχία μου! Τότε λοιπόν μας έφυγε και πάει, Ιππία μου, το να μάθωμεν τι πράγμα είναι το ωραίον, αφού βεβαίως το πρέπον απεδείχθη ότι είναι κάτι άλλο παρά ωραίον. Ιππίας. Ναι μα τον Δία, Σωκράτη μου, και μάλιστα πολύ παραλόγως. Σωκράτης. Και όμως, καλέ σύντροφε, ας μη το αφήσωμεν αυτό κατόπιν, διότι ακόμη έχω μίαν ελπίδα, ότι θα φανερωθή, τι πράγμα είναι το ωραίον. Ιππίας.

ΒΑΤΤΟΣ Με πήρες στο περίγελο; Είνε τυφλός ο Πλούτος μάνε κι ο Έρωτας τυφλός. Μη λες μεγάλο λόγο. ΜΙΛΩΝ Εγώ, καλέ μου σύντροφε, δε λέω μεγάλο λόγο· όμως και συ μην κάθεσαι, δούλευε το δρεπάνι και λέγε για την κορασιά το ερωτικό τραγούδι και τραγουδώντας δούλευετότ' η δουλειά γλυκειά 'νε. Ξέρω πως είχες κάποτε του τραγουδιού τη χάρη.

Πού είνε το ξίφος μου; μήπως κανείς άλλος το γνωρίζη; μήπως είνε άλλου τινός όπλον; ποιος το ανεβίβασεν εις την ακρόπολιν; ποίος το μετεχειρίσθη πριν ή το μεταχειρισθή ο τύραννος; τις το απέστειλε κατ' εκείνου; ξίφος, σύντροφε και διάδοχε των κατορθωμάτων μου, μετά τόσους κινδύνους και μετά τόσους φόνους μας περιφρονούν και μας θεωρούν αναξίους αμοιβής.

Βλέπεις, καλέ μου σύντροφε; Πήγαινε να οπλισθής και συ. ΕΡΩΣ. Ευθύς, στρατηγέ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι καλά κουμπωμένη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περίφημα, περίφημα. Καταιγίς θα πέση επί της κεφαλής εκείνου όστις θα... την ξεκουμπώση πριν εγώ θελήσω να την εκδυθώ διά να αναπαυθώ. Μπερδεύονται τα δάκτυλά σου, Έρως, η βασίλισσα μου είναι επιδεξιώτερος υπασπιστής από σε. Σπεύσε.

«Κάνε γρήγωρα, σύντροφε, και γύρισε αμέσως εδώ. Αν αργήσης, δε θα με ξαναϊδής πεια. Πάρε προθεσμία σαράντα μέρες, και φέρε μου την Ιζόλδη την Ξανθή. Κρύψε την αναχώρησί σου από την αδερφή σου, ή πέσε ότι πας να ζητήσης κάποιο γιατρό. Θα πάρης το ωραίο μου καράβι. Πάρε μαζύ σου δυο πανιά, το ένα μαύρο το άλλο άσπρο.

Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.