United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Εάν κάποιος μου επέτρεπε να του σφίξω το μικρό του δαχτυλάκι εγώ του έστριβα όλο το χέρι. Και έπειτα οι άντρες της ράτσας Πιντόρ, το ξέρετε δα ντόνα Έστερ, είναι υπερήφανοι….» «Εάν έρθει ο ανεψιός μου, Έφις, θα του πω όπως στους ξένους: κάθισε, είσαι σαν στο σπίτι σου. Θα καταλάβει όμως πως εδώ θα είναι φιλοξενούμενος…Τότε ο Έφις σηκώθηκε τινάζοντας από το παντελόνι του τις σχίζες του ξύλου.

Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.

Κάτω εις την κοιλάδα κοντά εις το Βεξ ανάμεσα εις της μεγάλες καρυδιές, πλησίον εις μικρόν ορμητικόν χείμαρρον κατώκει ο πλούσιος μυλωθρός· η κατοικία του ήτο μέγα κτίριον με τρία πατώματα, με μικρούς πύργους· οι πύργοι ήσαν στεγασμένοι με σχίζες και ήσαν στρωμένοι επάνω με πλάκας λευκοσιδήρου που κατέλαμπον εις το φως του ηλίου και της σελήνης.

Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.