United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο 740 στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.

Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα.

Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα. — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσον υπάκουος.

Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρηκατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;

Να σου ειπώ, απάντησεν η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και τήραξε να το φυλάξης κληρονομιά πολύτιμη στον νου σου. Εγώ δεν θα είμαι πάντα δίπλα σου όπως σήμερα να σ' εμποδίζω. Μα τη χειρότερη δυστυχία να βρης σφουγγαράς να μη γένης. Εσύ δεν τους επρόφτασες τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας δυο στοιχεία, και δυο λαχτάρες της θάλασσας.

Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης σφουγγαράςΕφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας.

Τον έθαψεν εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν και πανέρμους και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε μ' ένα κάρβουνο: «Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς 1876!». Από τότε δεν εβούτηξε πλέον στη θάλασσα, δεν επάτησε μηχανή. Εκεί εκάθησε στο άκαρπο νησί, διώχτης των γλάρων και φύλακας των νεκρών. Τέλος με το πρώτο ντεπόζιτο που ήρθε να πάρη τρόφιμα ήρθε κ' εκείνος.

Δεν επήγα όμως να τα ξοδέψω στην ταβέρνα. — Να μάνα, της λέγω· σου φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες. — Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέγει εκείνη αποσβολωμένη. Δεν πας καλήτερα να πέσης στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώσης πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκεν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένη κανείς από τη γενιά του. — Ευκή και κατάρα!