United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα.

Και η φωνή πάλιν μου είπε οιονεί ψιθυρίζουσα : — Δεν είναι! ω! δεν είναι ένα θλιβερόν θέαμα! Αλλά προτού να εύρω λέξεις διά ν' απαντήσω, τα φάντασμα έπαυσε να σφίγγη την παλάμην μου, η φωσφορική λάμψις έσβυσε, και οι τάφοι εκλείσθησαν και πάλιν με αιφνιδίαν βίαν, ενώ εσηκώνετο ένας θόρυβος απελπιστικών κραυγών που επανελάμβανε : «Δεν είναι, ω! δεν είναι ένα θέαμα αληθώς θλιβερόν

Ζερβά η λίμνη ατάραγη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.

Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Μετ' ολίγον αισθάνομαι το χέρι του φίλου μου να σφίγγη τον ιδικόν μου με δύναμιν έκτακτον. — Τι μου φεύγεις; λέγε, τελείωνε, με είπεν υποκώφως, προσπαθών να με ιδή κατά πρόσωπον. Εμάντευσα ότι τα εννόησεν όλα και ησθάνθην άπειρον οίκτον . . . .. Ήκουα την διακεκομμένην αναπνοήν του και στραφείς τον ητένισα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα . . .

Ζερβά η λίμνη ατάραχη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.

Είδε τη φουστανέλλα του γαμπρού ν' αρμενίζη στις πρασινάδες. Είδε το φεγγοβόλημα των ασημιών της νύφης, τα χτυπητά χρώματα της φουστανοποδιάς να παίξουν στα δροσολουσμένα ρείκια. Άκουσε το γαύγισμα του σκυλιού· των πουλιών το λάλημα. Μιαν άφαντη παλάμη ένοιωσε να σφίγγη δυνατά την καρδιά της. — Πάμε, δόλιε!... αργοψιθύρισε πιάνοντας από το χέρι το βλαχάκι.