United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα έν οίκω μη εν δήμωΤι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης γαλοπούλας μέσ' απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια ! τι χρώμα σαν το κυδώνι ! άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα κατσάρια! . . . -Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά.

Στα κόλυβα του χρόνου πια, μην τα ρωτάς, παιδί μου! Τύφλα νάχουνε όλα τα μαντζούνια κι' όλα τα κουκουνάρια του κόσμου, μπροστά στη θλίψι της χηρείας. Μονάχα οι μαννάδες απομείνανε, συφορά τους! να κλαίνε τα πεθαμμένα τους παιδιά... Όσο για τον Καπετάν-Πρέκα ούτε λόγος να γίνεται. Γέρος άνθρωπος, ένα σάψαλο εκεί, σαράντα χρόνια παντρεμμένος, αυτό τούλειπε. Να πάη ν' ανταμώση την τρυγόνα του!

Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους 1150 Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέγ, τα σημαδεύουν. Κι' αφορμής σηχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιδαρε μου 1155 Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα;

Το είπαν και τόκαμαν; Η μάννα του έφυγε· ο αδερφός του το ίδιο. Και πού πήγαν; ποιος ξέρει. Το βέβαιο είνε πως έφυγαν, τον παράτησαν, δε θέλουν να ζουν μαζί του· δε θέλουν να τον ξέρουν ούτε να τον ακούν! Μα γιατί· γιατί αυτή η συφορά; Τι κακό έκαμε; σε τι τους έβλαψε; Καλά ο αδερφός του· τέτοιος που ήταν, καλά έκαμε κ' έφυγε. Αν έμενε, εμπόδιο θα του έφερνε και τίποτ' άλλο. Ώρα του καλή!

Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλήτερη στολή της, Τη μεγάλη της νορά. Κι' ήταν χρεία, ή κρυμμένη, Ήτε δάχτυλο δειγμένη Μ' εντροπή της να περνάη.

Γυιέ της Λητούς προφητικέ! ποιά προφητεία από το στόμα σου ετραγουδήθη; πως το παιδί ετράφη στο ναό σου, και από ποιά γυναίκα εγεννήθη; Γιατί αυτό το μάντεμα σου όλο δεν με ησυχάζει• κάποιον θάχη δόλο• φοβάμαι απ' αυτό, καμμιά φορά μεγάλη μη μας εύρη συφορά. Είνε ο λόγος του θεού παράξενος και παράξενη μου δίνει σκέψι• είν'από ξένη το παιδί αυτό γενηά, — ποιός τάχα τούτο δεν θα το πιστέψη;

Και τώρα σαν αρνηθούμε το χάρισμά τους, πάλε το αίμα μας θα ποτίση το διψασμένο χώμακαι ποιος ξέρεισκλάβοι κ' εμείς, σκλαβωμένη κ' η γη μας, θα συρθούμε στα πόδια των οχτρών μας. Άμποτε μόνο, κλεισμένα τα μάτια μου, να μην ιδούνε τη μεγάλη συφορά. Το βασιλόπουλο πετάχτηκε απάνω και τα μάτια του αστράψανε μέσα στα σύννεφα των λογισμών του.

Μέρες εννιά οι αθάνατοι θεοί λογομαχούνε για το νεκρό τον Έχτορα και το γοργό Αχιλέα, και θεν το λείψανο ο Ερμής να κλέψει· εγώ όμως όχι! τέτια να πάθει συφορά δε θέλω ο Αχιλέας. 110 τι την αγάπη δεν ξεχνάω που σούχω και το σέβας.