United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Εχάρηκα εις αυτό το συναπάντημα, και συντροφιασμένος με αυτόν, εφθάσαμεν εις το Μπαγδάτ, και εμβαίνοντας από την πόρταν, αυτός επήγεν εκεί που είχε την δουλειάν του, και εγώ επήγα εις ένα μετζίτι, και εσταμάτησα εκεί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα, εντρεπόμενος να έβγω εις τέτοιαν κατάστασιν εις τες στράτες, φοβούμενος διά να μη συναπαντήσω κανένα, από το Μουσούλ, που να με γνωρίζη.

Ω ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή.

Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και εβγήκα και από τα πηγάδια!

Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ' υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω.

Ω ουρανέ, εβόησεν ο Βασιλεύς της Θέμπας εις ετούτην την είδησιν, είνε δυνατόν να ζη ακόμη η αγαπημένη μου βασίλισσα, με όλες τες δυστυχίες, που της εσυνέβηκαν; Ω φίλε μου, κατά πως βλέπω είσαι πληροφορημένος διά τα όσα εσυνέβηκαν εις το παλάτι μου· πες μου το λοιπόν σε παρακαλώ ποίος είσαι και πως τα ηξεύρεις; Εγώ, απεκρίθη ο Ρουσκάδ, είμαι ένας ξένος, και εις άλλον καιρόν θέλω σου ειπεί το όνομά μου· το συμβεβηκός με έκαμε να συναπαντήσω την βασίλισσαν την γυναίκα σου, η οποία μου εδιηγήθη τα δυστυχισμένα συμβεβηκότα της· ηξεύρω ακόμη και εκείνα, που σου εσυνέβηκαν σήμερον το ταχύ, με το να μου τα εδιηγήθη ο βεζύρ Αλής, ο οποίος ευρίσκεται μαζί της και σε καρτερούν να γυρίσης να σε ιδούν.

Ταλμούχ, μου είπεν αυτός, εγώ σε εγνώρισα, με όλον που έχεις ετούτο το παράξενον φόρεμα, και λογιάζω πως οι οφθαλμοί μου δεν γελοιούνται· είναι δυνατόν να δοθή, ότι εδώ να σε συναπαντήσω; Και εσύ, του απεκρίθηκα, τι κάνεις εδώ εις το Κανταχάρ; διατί απαράτησες την αυλήν του βασιλέως της Περσίας; μήπως ο θάνατος της Τζελίκας σε έκαμε να αναχωρήσης καθώς και εμένα; Εις ετούτα διά την ώραν, μου απεκρίθη εκείνος, δεν ημπορώ να σου ειπώ τίποτε, μα ογλήγορα θέλω σου δώσει την ευχαρίστησιν· αν θέλης αύριον να ευρεθής εδώ μόνος σου εις την αυτήν ώραν θέλω σου φανερώσει πράγματα, που θέλουν σε θαυμάσει, τα οποία ήξευρε πως είναι όλα διά λόγου σου.

Τότε έλαβον κάποιαν ελπίδα και εκίνησα ίσια προς το άλογον, όμως με δύο εναντίους στοχασμούς, μην ηξεύροντας αν έχω να συναπαντήσω ανθρώπους καλούς διά να λάβω περιποίησιν και βοήθειαν, ή εξ εναντίας θηρία και να γείνω θηριάλωτος και με τοιούτους στοχασμούς επλησίασα και βλέπω ένα ευμορφότατον άλογον να βόσκη, δεμένον εκεί ωσάν εις το λειβάδι.

Έμεινεν έκπληκτος μη βλέποντας κανένα, και έλεγε καθ' εαυτόν· ένα τέτοιον ωραιότατον παλάτι πώς είναι δυνατόν να το άφησαν έρημον; και αν μεν δεν είναι κανείς, δεν πρέπει να φοβηθώ, αν δε πάλιν συναπαντήσω κανένα, έχω τον τρόπον να προφυλαχθώ, Και εμβαίνοντας έσωθεν της θύρας εις την αυλήν λέγει μεγαλοφώνως· δεν είναι κανείς εδώ να δεχθή έναν οδοιπόρον, που έχει χρείαν να αναπαυθή ολίγον; Και αν και επανέλαβε δις και τρις τον αυτόν λόγον, δεν εφάνη κανένας· και τούτο τον έκαμε να εκπλαγή περισσότερον.