United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτοι έσπευσαν να κλείσωσι το δίφρακτον, δι' ου είχεν εισαχθή το πτώμα, συγχρόνως δε ν' ανοίξωσι τας οπάς του τοίχου, δι' ου έμελλον να εισπηδήσωσιν εις το στάδιον οι αναμενόμενοι ιπποφάγοι, ελκυόμενοι υπό της οσμής του παρατεθέντος αυτοίς μεγαλοπρεπούς συμποσίου. Οι πρώτοι εμφανισθέντες ποντικοί ήσαν εν αρχή ολίγοι και εφαίνοντο δυσπιστούντες και κάπως δειλοί.

Την ερχομένην λοιπόν ημέραν ήλθον όλοι οι καλεσμένοι κατά την διωρισμένην ώραν και εκάθησαν εις την τράπεζαν του ετοιμασμένου συμποσίου, ομού και ο βαστάζος, ο οποίος ελησμόνησε πλέον την περασμένην του δυστυχίαν· αφού λοιπόν εξεφάντωσαν αρκετά κατά την συνήθειαν, άρχισεν ο Σεβάχ Θαλασσινός την ιστορίαν του τρίτου ταξειδίου με τον ακόλουθον τρόπον. &Ταξείδιον τρίτον του Σεβάχ Θαλασσινού.&

ΠΕΤ. Πρώτα να μου διηγηθής, Μίκυλλε, τι συνέβη εις του Ευκράτους, πώς επεράσατε εις το δείπνον και όλα τα καθέκαστα του συμποσίου• έτσι θα δειπνήσης δύο φορές, μίαν πραγματικώς και μίαν διά της φαντασίας, σαν να ονειρεύεσαι και ν' αναμασάς εις την μνήμην σου εκείνα που έφαγες. ΜΙΚ. Εφοβούμην μήπως σε ζαλίσω με αυτάς τας διηγήσεις• αλλ' αφού το θέλεις, θα σου διηγηθώ.

Το κάρρον της καθαριότητος παρέρχεται μετ' ολίγας ώραςενίοτε και μετ' ολίγας ημέραςκαι αναλαμβάνει τα σαπρά λείψανα του συμποσίου των σκύλων, αφού έμειναν εκεί τόσον χρόνον, όσος ακριβώς εχρειάζετο διά να αρωματίσωσι την οδόν.

Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.

Την αυτήν εσπέραν οι δούλοι του Πετρωνίου διεσπάρησαν ανά την πόλιν, διά να καλέσουν όλους τους αυγουστιανούς και τους συγκλητικούς του διατρίβοντας εν Κύμη, και όλας τας κυρίας, να έλθωσι να μετάσχωσι συμποσίου, το οποίον θα παρετίθετο εις την πολυτελή έπαυλιν του «κριτού της φιλοκαλίας». Εκείνος διήλθε το απόγευμα του γράφων εις την βιβλιοθήκην του.

Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη και να φυσά. — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.

Και οι πλείστοι εκ των άλλων είχον ήδη μεθύση και η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης θορύβου.

Οι Πέρσαι τιμώσι πλειότερον πάσης άλλης την ημέραν καθ' ην έκαστος εγεννήθη, την εορτάζουσι δε δι' αφθονωτάτου συμποσίου, εις το οποίον οι μεν πλούσιοι κατ' εκείνην την ημέραν παραθέτουσιν ένα βόα, ένα ίππον, μίαν κάμηλον και ένα όνον εψημένους ολοκλήρους εις καμίνους, οι δε πτωχοί παραθέτουσι μικρά ζώα.

Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη. — Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια. Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας: Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .